Aπό το ζενίθ στο ναδίρ. Από την προσπάθεια να γίνει ένας παίκτης με στοιχεία legacy και να ηγηθεί στον Παναθηναϊκό των εσόδων – εξόδων, στην απαξίωση και την αμφισβήτηση. Από την άποψη «ο Ιωάννης ανήκει στα ελίτ forward της Ευρώπης» στον προβληματισμό του «πού πάμε με Παπαπέτρου βασικό τριάρι;». Η WEAK SIDE θα επιδιώξει να εξηγήσει το φαινόμενο «Παπαπέτρου», τους λόγους που τα νούμερά του πήραν την κατιούσα και ο ίδιος έμεινε στάσιμος, το εξαιρετικό Mundobasket που μοιάζει με οιωνό… restart και το ρόλο που -πρέπει να- έχει στο νέο Παναθηναϊκό.
Όταν έπαιζε βάσει των δυνατοτήτων του ήταν ο 2ος πιο επιδραστικός παίκτης του Παναθηναϊκού
Ξεκινώντας από την αρχή της θητείας του Ιωάννη Παπαπέτρου στον Παναθηναϊκό, το «Pitino effect» πάνω του ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές στο παιχνίδι του Έλληνα. Στην πραγματικότητα, ο Αμερικάνος τεχνικός δεν είχε κάποιο μαγικό ραβδάκι, αλλά είχε πολύ σοβαρή επίδραση στο στυλ που αγωνιζόταν ο Ιωάννης. Εξέλιξε τον τρόπο σκέψης του και τον τρόπο που διαβάζει το παιχνίδι και έγινε ο παίκτης «κλειδί» των «πράσινων» εκείνη τη διετία. Γυρνώντας για λίγο στο τώρα, πολλοί χλευάζουν όσους έλεγαν και έγραφαν το 2019 πως ο Παπαπέτρου είναι «ένα από τα top3 τριάρια της Ευρωλίγκας». Ήταν όμως. Με μια ομάδα δομημένη γύρω του με τέτοιον τρόπο, ώστε να τον βοηθήσει να ξεδιπλώσει τις αρετές του και να εντάξει νέα στοιχεία στο ρεπερτόριό του, ο Παπαπέτρου προόδευε και στην ουσία ήταν ο δεύτερος πιο επιδραστικός παίκτης εκείνου του Παναθηναϊκού. Πρώτος ήταν πάντα ο Καλάθης, από του οποίου τα χέρια πέρναγαν τα πάντα, στο αρκετά ποιοτικό, αλλά συνάμα και προβληματικά διαμορφωμένο ρόστερ του Παναθηναϊκού, όμως ο Παπαπέτρου ήταν αυτός, ο οποίος άρχιζε δειλά δειλά να κάνει ένα βήμα προς τα πάνω και βγαίνει σε βραδιές που ο Καλάθης δεν ήταν καλά ή δεν υπήρχαν άλλα στηρίγματα για τον «μαέστρο» της περιφέρειας του «τριφυλλιού». Σας θυμίζω απλά, πως στις πρώτες δύο σεζόν του Παπαπέτρου στον Παναθηναϊκό, η περιφέρεια ήταν χτισμένη με ακριβούς παίκτες, αλλά με απουσία ορθολογισμού και πλάνου. Παρόλα αυτά, ο Παπαπέτρου, με την ασφάλεια που του παρείχε η παρουσία του Νικ Καλάθη, μπορούσε να παίζει στη θέση του, να κάνει τα πράγματα για τα οποία προορίζεται ένας κλασικός small forward με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να μην αναγκάζεται να κάνει πράγματα περιττά, διαφορετικά από αυτά που προστάζουν το ταλέντο του, η φύση και το κορμί του.
Tι ήταν αυτό που έκανε ο Παπαπέτρου και τον έκανε να ξεχωρίζει; Είχε το μυαλό να παίρνει ό,τι του έδινε η αντίπαλη άμυνα. Περίμενε να πάρει τη μπάλα στην περιφέρεια, αν η άμυνα του έδινε το ελεύθερο σουτ το έπαιρνε, εάν όχι ήταν εξαιρετικός στο να επιτίθεται στην close out. Όταν έπαιρνε τη μπάλα στο post ήταν αρκετά dominant (από τα λίγα τριάρια που ποστάρουν πλέον) και είχε την οξυδέρκεια να ξέρει πότε πρέπει να εκτελέσει και πότε να δημιουργήσει. Για αυτό το λόγο διακρινόταν και είχε αξιοπρόσεκτη επίδραση στα ματς του Παναθηναϊκού, όντας βασικός και αναντικατάστατος, ΠΟΤΕ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΣ και ΠΑΝΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ.
Οι αριθμοί αποδεικνύουν του λόγου το αληθές
Για να καταλάβει κανείς τι έκανε ο Παπαπέτρου στην πρώτη του διετία στον Παναθηναϊκό, τα δίποντα είναι ένας δείκτης που δείχνει πολλά για τον τρόπο παιχνιδιού του και την ορθολογικότητα, με την οποία επέλεγε να επιτεθεί. Την πρώτη χρονιά στην Ευρωλίγκα είχε 70/114 δίποντα (61,5%) και τη δεύτερη σούταρε με το απίθανο 69% (87/126). Στα τρίποντα, τα ποσοστά του ήταν μέτρια (ποτέ δεν ήταν ελίτ σουτέρ από τα 6,75), ωστόσο οι προσπάθειες που έπαιρνε ήταν περίπου 2-2,5 σουτ ανά παιχνίδι. Την πρώτη χρονιά είχε 25/75 τρίποντα (33,3%), την επόμενη χρονιά σούταρε με μεγαλύτερη συχνότητα και μεγαλύτερη ευστοχία, πετυχαίνοντας 33/90 τρίποντα (37%), με τον υπαρχηγό τότε του «τριφυλλιού» να εμφανίζει μια γεωμετρική βελτίωση, η οποία αν συνεχιζόταν, θα μπορούσε να προσεγγίσει για πρώτη φορά στην καριέρα του το 40%. Κρατήστε αυτά τα νούμερα, γιατί θα γίνουν αρκετά χρήσιμα και κατανοητά στη συνέχεια της ανάλυσης.
Oι συνθήκες τον ανάγκασαν να αλλάξει στυλ παιχνιδιού, ο ίδιος αρνήθηκε τον ίδιο του τον εαυτό
Η επόμενη διετία του Ιωάννη Παπαπέτρου στον Παναθηναϊκό είναι μια περίοδος, που από τον Έλληνα forward ζητήθηκαν περισσότερα πράγματα από αυτά που ο ίδιος μπορούσε να υπηρετήσει. Και το ακόμα χειρότερο: Μέσα στις ήδη φορτωμένες αρμοδιότητές του, ο Ιωάννης Παπαπέτρου προσπαθούσε να τονώσει τον εγωισμό, σαν να είχε συνεχώς την υποχρέωση να δίνει απαντήσεις μέσα στο παρκέ, σχετικά με το leadership του. Ο αρχηγός του «τριφυλλιού», από ένας παίκτης που ως τότε τον περιμέναμε να παίρνει ό,τι του δίνει ο αντίπαλος, ελλείψει γκαρντ, αναγκάστηκε να παίρνει ό,τι δεν μπορούσε να παίρνει η υπόλοιπη ομάδα. Από ένας χρήσιμος παίκτης πεντάδας που είχε έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο και τον έφερνε εις πέρας εξαιρετικά, κλήθηκε να γίνεται αυτός που στο μεγαλύτερο εύρος των κατοχών του Παναθηναϊκού, θα έπαιρνε την τελική απόφαση. Όταν η επίθεση κολλούσε, ο Παπαπέτρου έπρεπε να φτιάχνει αυτός κάτι στα τελευταία 5-6 δευτερόλεπτα μιας επίθεσης, είτε εκτελώντας (συνήθως υπό κάκιστες προϋποθέσεις), είτε προσπαθώντας να γίνει δημιουργός μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Ένα πολύ ενδεικτικό νούμερο που δείχνει την υπερφόρτωση του Παπαπέτρου είναι ο δείκτης των λαθών. Τις πρώτες δύο σεζόν στους «πράσινους», έκανε συνολικά 39 λάθη στην Ευρωλίγκα (24+15). Τις δύο επόμενες μέτρησε 88 λάθη, παίζοντας 5 λιγότερα ματς. 53 λάθη την πρώτη σεζόν, με το νούμερο σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά να υπετριπλασιάζεται, 35 λάθη τη σεζόν 2021-22, στην οποία απουσίασε και σε μεγάλο μέρος της, μετά τον Φεβρουάριο.
Ένας ακόμα δείκτης που αποδεικνύει του λόγου του αληθές είναι τα ποσοστά του Παπαπέτρου. Την σεζόν 2020-21 ο Έλληνας παίκτης εκτέλεσε 73/170 (43%), ποσοστό αποκαρδιωτικό σε σχέση με το αστρονομικό 69% της πρώτης του σεζόν. Δεν έγινε ξαφνικά κακός σουτέρ, άλλαξαν οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες αναγκαζόταν να εκτελεί. Εκτέλεσε 44 περισσότερα δίποντα σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά (170 έναντι 126) και έβαλε 14 λιγότερα! (73 έναντι 87). Κατρακύλα με λίγα λόγια… Η σεζόν αυτή θα μπορούσε να έχει χαρακτηριστικά «στατιστικού λάθους», όμως την επόμενη χρονιά τα πράγματα δεν έγιναν πολύ καλύτερα. Ο Παπαπέτρου μετά βίας ξεπέρασε το 50%, σουτάροντας 75/141 σουτ 2 πόντων (53%), ποσοστό που απέχει αρκετά από αυτά που παρουσίαζε τις δύο πρώτες χρονιές του στο «τριφύλλι». Και στα τρίποντα όμως, τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν στο ελάχιστο. Την σεζόν 2020-21 ο Ιωάννης έδειξε μια ισχνή πρόοδο, καθώς έμεινε περίπου στα ποσοστά του (36%), σουτάροντας όμως για πρώτη φορά στην καριέρα του 124 σουτ έξω από τα 6,75. Και αυτός ο δείκτης όμως, την επόμενη χρονιά κατρακύλησε, με 27/107 τρίποντα και το άθλιο 25%.
Προσθέστε μέσα σε όλα τα υπόλοιπα πως ο μανδύας του ηγέτη έκανε την κρίση του Παπαπέτρου θολή. Δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση και σε αυτόν και στους φίλους της ομάδας, πως ο ηγέτης μιας ομάδας πρέπει να γίνεται και ο «closer» ενός αγώνα, αυτός που θα παίρνει την ευθύνη όταν η μπάλα «καίει», ασχέτως αν στο προηγούμενο ματς τα έχει σπάσει ή αν υπάρχει εκείνη τη στιγμή στο παρκέ ένας παίκτης πιο «ζεστός» και φορμαρισμένος από τον ίδιο. Κάπως έτσι, ο αρχηγός του Παναθηναϊκού, σε δύο κομβικά ματς των «πράσινων» στην αρχή της σεζόν χαράμισε δύο buzzer beater στα παιχνίδια με Μπασκόνια και Ούνιξ Καζάν, αγνοώντας τον ελεύθερο και φορμαρισμένο Μέικον, είτε επειδή έβαλε το «εγώ» του πάνω από την ομάδα, είτε (το πιθανότερο) επειδή υπερεκτίμησε τις δυνατότητες του και θεωρούσε πως αφού διαθέτει το πιο ακριβό συμβόλαιο στην ομάδα, είναι υποχρεωμένος ο Παναθηναϊκός «να ζει και να πεθάνει με τον ίδιο». Μέγα λάθος…
H μεταβατική σεζόν στην Παρτίζαν, η εθνική και το διαφαινόμενο…restart
Την ώρα που πολλοί λένε πως η θητεία του Παπαπέτρου στην Παρτίζαν ήταν μια παταγώδης αποτυχία, η στήλη έχει λίγο διαφορετική άποψη. Για τον Έλληνα forward μπορεί να αποδειχθεί «χρυσάφι» η επιλογή να μη μείνει για τρίτη σερί χρονιά σε μια ομάδα, που δεν θα τα περίμενε όλα από εκείνον. Σε μια ομάδα χωρίς δημιουργό, που θα αναγκαζόταν ξανά ο ίδιος για μεγάλο κομμάτι της σεζόν να γίνει Point Forward με το ζόρι, να υπηρετεί ρόλους που δεν του ταιριάζουν και να κινείται σε χώρους που αισθάνεται άβολα. Μπορεί να μην ήταν δυνατόν για τον ίδιο να διακριθεί, ωστόσο προσπάθησε να ξαναγίνει ξανά ο παίκτης (ή μάλλον το στυλ παίκτη), που ο ίδιος είχε απαρνηθεί τις δύο τελευταίες του σεζόν στον Παναθηναϊκό.
Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα από την έως τώρα καριέρα του Ιωάννη, ο οποίος πλέον έχει πατήσει τα 29 του χρόνια, και με πρόσφατα παραδείγματα την Παρτίζσν και την εθνική, είναι πως νιώθει καλά σε ομάδα που διαθέτει first pass point guard. Ο Παναθηναϊκός του 2018-19 και του 2019-20 είχε τον Καλάθη και μαζί του ο Παπαπέτρου ένιωσε να εκτοξεύεται, αγωνιστικά και ψυχολογικά. Τις σεζόν 2020-21 και 2021-22 οι «πράσινοι» είχαν τον… κανέναν. Λίγο Πέρι, λίγο Κίφερ Σάικς, λίγο Σέλβιν Μακ (τι να περιμένεις από παίκτη που το καλύτερο παιχνίδι του με την πράσινη φανέλα το έκανε Πρωταπριλιά), λίγο Φέρελ, λίγο Μέικον. Τίποτα δηλαδή. Και αντίστοιχα, ακόμα και η Παρτίζαν δεν είχε ελίτ δημιουργό. Ο Έξουμ δεν ήταν τέτοιος παίκτης, για τον Πάντερ ούτε συζήτηση και ο μοναδικός με τέτοια στοιχεία (μένει να δούμε αν μπορεί να το εξελίξει στον μέγιστο βαθμό) ήταν ο Μάνταρ, ο οποίος αναδείχθηκε από τον Ζοτς, ο οποίος αφού δεν βρήκε το καλοκαίρι έναν παίκτη με τα χαρακτηριστικά ακριβώς που ήθελε για PG, τον δημιούργησε. Αντίθετα, είδαμε ξανά τον Παπαπέτρου να διακρίνεται και να είναι ο καλύτερος παίκτης της Ελλάδας στο Mundobasket, σε ένα ρόστερ που μπορεί να είχε ένα σωρό ατέλειες, είχε όμως αυτό που κάνει τον Ιωάννη να νιώθει εξαιρετικά μέσα στο γήπεδο. Έναν ελίτ δημιουργό, στο πρόσωπο του Τόμας Ουόκαπ.
https://youtu.be/euUfb38sc2k
O Σλούκας το κλειδί της αναγέννησής του (;)
Το τι ρόλο ακριβώς θα έχει ο Παπαπέτρου στον νέο Παναθηναϊκό μένει να αποσαφηνιστεί. Στα χαρτιά είναι το βασικό «3άρι», αλλά έχω δύο ερωτηματικά. Πρώτον, στα δικά μου μάτια το ενδεχόμενο του να έρθει ο Μίχαλιουκ δεν έχει αποκλειστεί. Δεύτερον, είμαι πεπεισμένος ότι ο Αταμάν θα δοκιμάσει να χρίσει τον Γκριγκόνις «ψευτοτριάρι» σε σχήμα με τρεις γκαρντ και να δώσει στον Λιθουανό έναν ρόλο σαν αυτό που είχαν ο Σίμον και ο Ελάιζα Μπράιντ στην Εφές, αν φυσικά ο ίδιος μπορεί να το ακολουθήσει. Επιθετικά είναι δεδομένο πως μπορεί, αμυντικά του λείπει η σκληράδα για να γίνει ακριβώς αυτό που επιζητά ο Αταμάν για τον συγκεκριμένο ρόλο. Το δεδομένο πάντως είναι πως πλέον ο Παπαπέτρου, είτε παίζει 15 λεπτά είτε 25, θα είναι ξανά παίκτης ρόλου. Παίκτης που στην επίθεση θα παίζει στο «φτερό» και στο ποστ, θα διαβάζει τις άμυνες και θα παίρνει τις προσπάθειες που του αναλογούν. Η ύπαρξη του Σλούκα (κυρίως) και δευτερευόντως του Βιλντόζα του δίνουν την ασφάλεια και την εγγύηση πως πλέον δεν θα αναγκάζεται να παίρνει εξεζητημένες προσπάθειες, δεν θα είναι υποχρεωμένος να βγάζει τα… κάστανα από τη φωτιά όταν κάτι κολλάει και μπορεί ξανά να εμφανιστεί απελευθερωμένος. Αυτή είναι ίσως μια από τις τελευταίες ευκαιρίες του Ιωάννη Παπαπέτρου να αποδείξει πως δεν έχει αφήσει οριστικά πίσω το prime του.