Η 7η αγωνιστική της Euroleague ολοκληρώθηκε και οι ομάδες πλέον έχουν αρχίσει να δίνουν τα πρώτα σαφή δείγματα της κατεύθυνσης που ακολουθούν. Είναι αρκετά νωρίς για να επιχειρήσουμε με χρήση στατιστικών μία εμβάθυνση σε όσα έχουμε δει έως τώρα, αλλά ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός μας έχουν δώσει με τα παιχνίδια τους έως τώρα την αφορμή να μιλήσουμε για κάτι που είναι αδιαπραγμάτευτο: την αξία του αμυντικού rebound.
Οι δύο “αιώνιοι” αντίπαλοι του ελληνικού μπάσκετ έχουν δώσει ήδη δύο αγώνες μεταξύ τους, για το Super Cup και την GBL, καθώς επίσης με 7 αγώνες στη Euroleague και ετοιμάζονται για το τρίτο μεταξύ τους ντέρμπι, την ερχόμενη Παρασκευή. Πρόκειται για δύο ομάδες που έχουν αρκετά διαφορετική φιλοσοφία και στις δύο πλευρές του παρκέ και που μέχρι τώρα έχουν παρεμφερές ρεκόρ στην Ευρώπη, με τους “πράσινους” να έχουν 5-2 και τους “ερυθρολεύκους” 4-3. Παρά τις διαφορές τους, όμως, έχουν και ένα κοινό έως τώρα στις αναμετρήσεις τους.
Αυτό δεν είναι άλλο από τις επιδόσεις τους στα rebound και η σύνδεση αυτών με το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα. Στην παρούσα ανάλυση, θα εστιάσουμε σε μία συγκεκριμένη στατιστική κατηγορία και αυτή είναι το ποσοστό των αμυντικών rebound που εξασφαλίζουν οι δύο ομάδες. Με άλλα λόγια, δε μας ενδιαφέρει ο απόλυτος αριθμός των rebound, αλλά πόσα παίρνουν, σε σχέση με αυτά που διεκδικούνται κοντά στο δικό τους καλάθι. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ότι από το 70% και πάνω μπορούμε να πούμε πως έχουμε μία ομάδα που κάνει καλή δουλειά στον τομέα αυτό.
Το μοτίβο στις επιδόσεις του Παναθηναϊκού και η εξαίρεση
Ξεκινώντας από τον Παναθηναϊκό, βλέπουμε ότι συνολικά στη σεζόν είναι έως τώρα η δεύτερη καλύτερη ομάδα στη Euroleague στον τομέα που εξετάζουμε, καθώς εξασφαλίζει το 72,6% των rebound που διεκδικούνται στην πλευρά του παρκέ στην οποία αμύνεται. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι την περσινή σεζόν οι “πράσινοι” βρίσκονταν κάτω από το μέσο όρο σε αυτή την κατηγορία, καταλαμβάνοντας τη 12η θέση στη λίγκα, με ποσοστό 68,6%.
Επανερχόμαστε στα φετινά και βλέπουμε ότι στις δύο ήττες τους στη Euroleague, οι πρωταθλητές Ευρώπης έχουν πάρει 28 από τα 45 αμυντικά rebound που διεκδίκησαν κόντρα στην Παρί και 29 από τα 41 κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης. Με μία απλή διαίρεση βλέπουμε ότι έχουν 62% και 70% στο defensive rebound percentage. Το δεύτερο δεν είναι απαραίτητα προβληματικό, αλλά είναι σίγουρα κατώτερη επίδοση από αυτές που είδαμε στις νίκες έως τώρα και φυσικά κάτω από το μέσο όρο της ομάδας στη σεζόν. Για την ιστορία, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 75%, 85%, 77% και 76% στους αγώνες με Ερυθρό Αστέρα, Βιλερμπάν, Φενέρμπαχτσε και Μπάγερν Μονάχου.
Αφήσαμε τελευταία την εξαίρεση, αφού κόντρα στην Άλμπα στην πρεμιέρα, ο Παναθηναϊκός είχε 24 αμυντικά rebound και η γερμανική ομάδα 12 επιθετικά (67% d.reb λοιπόν). Ο αντίπαλος ήταν αδύναμος, αλλά το παραπάνω αποτέλεσμα συνάδει με την εικόνα του “τριφυλλιού” στο ξεκίνημα της σεζόν και θεωρούμε πως εν μέρει τουλάχιστον, έχει την ίδια εξήγηση με αυτά που συνέβησαν στις δύο ήττες.
Οι επιδόσεις του Ολυμπιακού και τα δύο άκρα
Πάμε, τώρα, να δούμε τις επιδόσεις του Ολυμπιακού, όπου τα πράγματα είναι πιο εξόφθαλμα. Συγκεκριμένα, οι “ερυθρόλευκοι” βρίσκονταν στην τελευταία θέση και με απόσταση από τον επόμενο, σε ό,τι αφορά στα αμυντικά rebound, πριν από τη διαβολοβδομάδα με τις δύο ισπανικές ομάδες. Κοιτώντας μεμονομένα τα παιχνίδια, βλέπουμε ότι οι παίκτες του Γιώργου Μπαρτζώκα πήραν το 56% των αμυντικών rebound που διεκδίκησαν κόντρα στη Φενέρμπαχτσε, ενώ το ποσοστό έπεσε ακόμα περισσότερο στην ήττα από την Εφές, πηγαίνοντας στο 52%! Για να το πούμε και αλλιώς, απέναντι στην Εφές οι Πειραιώτες πήραν ένα αμυντικό rebound παραπάνω από τα επιθετικά που είχαν οι Τούρκοι. Στην τρίτη του ήττα, ο Ολυμπιακός είχε 68,5% στον τομέα που εξετάζουμε, απέναντι στην Μπάγερν, με τη διαφορά στα συνολικά rebound να είναι μικρή (37 έναντι 34), λόγω των 10 επιθετικών που είχαν οι Κυπελλούχοι Ελλάδας.
Όπως είδαμε και στον αγώνα του Παναθηναϊκού με την Άλμπα, η ομάδα του Πειραιά έχει παρουσιάσει κακή επίδοση και σε νίκες, με κοινό παρονομαστή το ότι ήρθαν νωρίς στη σεζόν και σχετικά εύκολα στη μία περίπτωση. Ο λόγος για τους αγώνες κόντρα σε Ζάλγκιρις και Ολίμπια Μιλάνο, στους οποίους το defensive rebound percentage του Ολυμπιακού είναι 62,5% και 66%, αντίστοιχα. Και οι δύο αγώνες φάνηκε ότι θα κριθούν νωρίς, με τους Λιθουανούς βέβαια να φτάνουν κοντά στο να ανατρέψουν την κατάσταση.
Και φτάνουμε στην περασμένη εβδομάδα, στην οποία είδαμε μία τελείως διαφορετική εικόνα από τους “ερυθρολεύκους”. Απέναντι στη Ρεάλ είχαν 28 αμυντικά rebound για μόλις 4 επιθετικά των αντιπάλων τους (87,5 στο d.reb%) και 24 αμυντικά για 6 επιθετικά της Μπαρτσελόνα (80%). Μάλιστα, σε αυτές τις δύο αναμετρήσεις είχαν 15 και 16 επιθετικά rebound αντίστοιχα, εκτοξεύοντας έτσι τη διαφορά στις κατοχές, γεγονός που εξηγεί εν μέρει και το πώς ήρθαν με σχετική άνεση δύο νίκες απέναντι σε ισχυρούς αντιπάλους.
Αφήσαμε για το τέλος το ντέρμπι που έπαιξαν οι δύο “αιώνιοι” για την GBL. Σε αυτό ο Παναθηναϊκός είχε 24 αμυντικά rebound και 10 επιθετικά και ο Ολυμπιακός 22 αμυντικά και 13 επιθετικά. Με άλλα λόγια, κανένας από τους δύο δεν τα πήγε ιδιαίτερα καλά στο αμυντικό, αφού και οι δύο εστίασαν στην ανανέωση των επιθέσεών τους. Πρόκειται, βέβαια, για ματς με πολλές ιδιαιτερότητες και τακτικά, ενώ επί της ουσίας έχει κριθεί αρκετά νωρίς, αφού οι πρωταθλητές Ελλάδας και Ευρώπης κυριάρχησαν για το μεγαλύτερο μέρος της αναμέτρησης.
Τα αίτια και η άμεση σχέση των rebound με την άμυνα
Όσα μελετήσαμε παραπάνω, φυσικά, είναι αποτέλεσμα αρκετών παραγόντων που έχουν να κάνουν με την απόδοση των ομάδων. Υπάρχουν τα προφανή, που είναι τα σωστά box-out, η σκληράδα, οι σωστές τοποθετήσεις, τυχόν απουσίες και η ικανότητα του αντιπάλου, αλλά και πιο βαθιά όπως η αμυντική προσέγγιση (π.χ. αν υπήρχαν πολλές αλλαγές και συνεπώς mismatch). Όμως στην περίπτωση του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού έχουμε δύο ομάδες που διαθέτουν αποδεδειγμένα ικανούς παίκτες στα ρόστερ τους.
Έχοντας παρακολουθήσει όλους τους αγώνες από τους οποίους αντλήσαμε τα παραπάνω στοιχεία, διαπιστώνουμε πως το φαινόμενο που παρατηρήσαμε επιβεβαιώνει για μία ακόμα φορά, με κρυστάλλινο τρόπο, τη σχέση που έχει η άμυνα με τα rebound. Μία καλή αμυντική κατοχή δεν τελειώνει στο άστοχο σουτ, αλλά στην εξασφάλιση της κατοχής. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά συχνά το ξεχνάμε όταν σχολιάζουμε την απόδοση μίας ομάδας στο πίσω μέρος του παρκέ (ή του glass floor εν προκειμένω).
Μία άμυνα που δυσλειτουργεί ή που δεν είναι σε θέση να σταματήσει την αντίπαλη επίθεση, ακόμα και αν χαθεί το σουτ (ελεύθερο ή μη) είναι συχνά καταδικασμένη να έχει κακές τοποθετήσεις. Επίσης, μία αναποτελεσματική πρώτη γραμμή άμυνας, οδηγεί σε πολλές βοήθειες (το λεγόμενο overhelping που γράφτηκε πολύ για το ντέρμπι της GBL) και επομένως μειονέκτημα στη διεκδίκηση.
Στους πρώτους αγώνες των δύο ελληνικών ομάδων στη Euroleague, είδαμε λίγο-πολύ έναν συνδυασμό όλων των παραπάνω. Ο μεν Παναθηναϊκός είχε μία χαλαρότητα στην αρχή, μέχρι που γύρισε το διακόπτη μετά τις δύο διαδοχικές του ήττες, ο δε Ολυμπιακός αναζητούσε (και ακόμα το κάνει ως ένα βαθμό) τις ισορροπίες του μετά τις αλλαγές στο ρόστερ του και παράλληλα, είχε απουσίες στους ψηλούς και ανύπαρκτη πίεση στην μπάλα. Για αυτό ευθύνεται η απόδοση του Walkup και η απουσία του Williams-Goss από αρκετά ματς. Όταν ο νατουραλιζέ guard έπαιξε με βάση τα στάνταρ που ο ίδιος έχει θέσει και ο Αμερικανός επέστρεψε, είδαμε τελείως διαφορετική εικόνα.
Το συμπέρασμα είναι απλό: δεν υπάρχει αμφιβολία για το πλούσιο επιθετικό ταλέντο και των δύο ομάδων. Αλλά το ταβάνι τους θα οριστεί από το βαθμό στον οποίο θα κάνουν τα λιγότερο φανταχτερά πράγματα στο παρκέ. Κλισέ; Ίσως, αλλά επιβεβαιώνεται απόλυτα από την έως τώρα εικόνα.