Η regular season της Euroleague ολοκληρώθηκε, με τον Παναθηναϊκό να φιγουράρει στη δεύτερη θέση του βαθμολογικού πίνακα, έχοντας επανέλθει για τα καλά στην κορυφή του ευρωπαϊκού μπάσκετ, μετά από μία σειρά από άσχημες σεζόν. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επιτυχία αυτή, έχει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Ergin Ataman.
Ο Τούρκος τεχνικός ήρθε από την Εφές το καλοκαίρι, με στόχο να πετύχει ό,τι είχε καταφέρει και με την τουρκική ομάδα. Δεν αναφερόμαστε φυσικά στην κατάκτηση της Euroleague, που προφανώς αυτός είναι ο στόχος, αλλά πρωτίστως στην επαναφορά της ομάδας στο υψηλό επίπεδο. Από τη 16η και τελευταία θέση στη σεζόν 2017-2018, στη 2η θέση την επόμενη, αυτή ήταν η μεγαλύτερη αλλαγή από τη μία αγωνιστική περίοδο στην επόμενη, μέχρι να δούμε φέτος τον Παναθηναϊκό να πηγαίνει από τη 17η θέση, στη 2η φέτος. Ασφαλώς, οι δύο πορείες έχουν διαφορές, με σημαντικότερη την παρουσία του Ataman στην ομάδα που τερμάτισε 16η, από το Δεκέμβριο και έπειτα. Όμως, υπάρχει και η σημαντική ομοιότητα του σχεδιασμού του ρόστερ που έφερε την τουρκική ομάδα στη 2η θέση.
Μιλώντας για το ρόστερ, εδώ υπάρχει ένα σχετικά αμφιλεγόμενο κριτήριο. Είναι σαφές πως οι προπονητές έχουν ευθύνη για το σχεδιασμό, τους πιστώνεται ένα καλό μεταγραφικά καλοκαίρι και αντίστοιχα τους χρεώνονται λανθασμένες επιλογές. Προσωπικά, βέβαια, επειδή το μεταγραφικό παζάρι έχει γίνει πολύ δύσκολο και επειδή η δουλειά των προπονητών δε σταματάει με την έναρξη της αγωνιστικής περιόδου, θεωρώ πως αντίθετα, τότε ξεκινάει ουσιαστικά.
Η προσωπική μου άποψη είναι πως ό,τι και να έχει συμβεί το καλοκαίρι, η δουλειά του προπονητή στη διαχείριση της σεζόν, είναι και το βασικό του καθήκον. Και υπό αυτό το πρίσμα, ο Ataman είναι ο καλύτερος της σεζόν. Διότι μπορεί το ρόστερ του Παναθηναϊκού είναι πολύ ακριβό, ωστόσο απέχει αρκετά από το ιδανικό, ενώ οι τραυματισμοί που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της χρονιάς, έκαναν ακόμα πιο δύσκολο του έργο του 58χρονου προπονητή.
Είναι προφανές πως καμία ομάδα δε διαθέτει τέλειο ρόστερ, ενώ περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν προκύπτουν προβλήματα τραυματισμών, όπως συνέβη τις δύο προηγούμενες σεζόν στον Ολυμπιακό, είναι πολύ σπάνιες. Παρατηρώντας τα όσα έχουν συμβεί, βέβαια, στον Παναθηναϊκό φέτος, διαπιστώνουμε πως η πορεία προς τη 2η θέση είχε πολλά εμπόδια. Ξεκίνησε με τον Μήτογλου να χάνει σχεδόν ένα μήνα λόγω θλάσης, είδε τον Παπαπέτρου να χάνει ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος της regular season, τον Hernangomez να τραυματίζεται προτού προσαρμοστεί, τον Σλούκα να μην μπορεί να βρει ρυθμό μέχρι το Μάρτιο και το Lessort να παίζει τραυματίας για ένα δίμηνο. Οι “πράσινοι” δεν έπαιξαν σχεδόν ποτέ πλήρεις, ενώ σε κανένα σημείο της σεζόν δε βρέθηκαν όλοι οι ποιοτικοί παίκτες του ρόστερ σε καλό αγωνιστικό ρυθμό.
Επιπλέον, το ρόστερ του Παναθηναϊκού έχει και αρκετά δομικά ζητήματα. Το πείραμα με τον Balcerowski δεν πέτυχε και έτσι επί της ουσίας ο Lessort έβγαλε όλη τη σεζόν μόνος του. Μάλιστα, αυτή ήταν και η δεύτερη διαδοχική σεζόν που ο Γάλλος καλείται να κάνει τέτοια υπέρβαση, πράγμα που του κόστισε σε ό,τι αφορά στην απόδοσή του, τις τελευταίες εβδομάδες της σεζόν. Και στο “4”, ο Μήτογλου έβγαλε ένα μεγάλο μέρος της σεζόν μόνος του, αφού όπως προαναφέραμε ο Hernangomez ήταν τραυματίας, ενώ στη συνέχεια, με εξαίρεση μερικά καλά διαστήματα, δεν κέρδισε χρόνο με την απόδοσή του.
Μία ακόμα έλλειψη, που συζητήθηκε πολύ το καλοκαίρι, αφορούσε στην περιφερειακή άμυνα. Με εξαίρεση τον Grant, κανένας παίκτης της “πράσινης” περιφέρειας δεν έχει έφεση στην πίεση στη μπάλα. Επίσης, με τον τραυματισμό του Παπαπέτρου ουσιαστικά η σεζόν βγήκε χωρίς καθαρό small forward, με τον Grigonis να εκτελεί χρέη τέτοιου και τον Grant ουσιαστικά να είναι αυτός που τον ξεκούραζε.
Ερωτηματικά σε ό,τι αφορά στην άμυνα υπήρχαν και στη frontline, με τον Lessort να είναι μεν ο καλύτερος αθλητικός ψηλός της λίγκας, αλλά να χάνει σε ενέργεια αφού καλούταν να κάνει διπλοβάρδιες και τον Μήτογλου να έχει και αυτός κάποιους περιορισμούς. Και παρόλα αυτά, το “τριφύλλι” κλείνει τη regular season με μία εξαιρετική αμυντική επίδοση, αφού έχει το 2ο καλύτερο defensive rating (πόντοι που δέχεται ανά 100 κατοχές) στη λίγκα. Για να συμβεί αυτό, σχεδόν όλοι οι παίκτες έκαναν προσωπικές υπερβάσεις, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να μην πιστωθεί στον Ataman.
Θα περίμενε κανείς πως με την ποιότητα που διαθέτει ο Παναθηναϊκός, η άμυνα θα ήταν το πρόβλημα, αφού στην επίθεση εύκολα ή δύσκολα θα βρισκόταν μία άκρη. Στην πραγματικότητα, επιθετικά οι “πράσινοι” ήταν αρκετά καλοί, ώστε να κερδίζουν από την άμυνα. Η πληθώρα χειριστών, με εξαιρετικά ένστικτα πρωτίστως στο σκοράρισμα, εξαιρουμένου του Σλούκα, δημιούργησε συνωστισμό και σύγχυση, ιδιαίτερα μετά την έλευση του Nunn. Χρειάστηκε τελικά να “θυσιαστεί” ο Guy για να χωρέσουν όλοι, αφού ο πρώην παίκτης των Heat και των Lakers μεταξύ άλλων, είναι ball dominant.
Υπάρχει, φυσικά και το αντεπιχείρημα πως υπάρχει πολλή συσσωρευμένη ποιότητα για να αποτύχει το όλο εγχείρημα. Αυτό καταρρίπτεται εύκολα, βέβαια, αφού δεν είναι λίγες οι ποιοτικές ομάδες και μάλιστα με θεωρητικά καλύτερο χτίσιμο από τον φετινό Παναθηναϊκό, που απέτυχαν πλήρως. Έπειτα από την απόκτηση του Nunn, ο Ataman κλήθηκε να ενσωματώσει άμεσα έναν παίκτη με τρομερό ταλέντο, αλλά χωρίς χρόνο προσαρμογής και χωρίς πολλά περιθώρια για αρνητικά αποτελέσματα, αφού όπως γνωρίζουμε το πρόγραμμα της Euroleague είναι αμείλικτο. Ο Τούρκος τα κατάφερε περίφημα σε αυτό, παίρνοντας ό,τι μπορούσε να του δώσει ο τρομερός αυτός σκόρερ και μάλιστα αρκετά γρήγορα. Σε αυτό αξίζουν φυσικά συγχαρητήρια πρωτίστως στον ίδιο τον παίκτη, αλλά και στον Σλούκα, αφού τον βοήθησε πολύ στα διαστήματα που συνυπήρχαν στο παρκέ να βρει τα σημεία του, για να μεγιστοποιήσει την επιθετική παραγωγή του.
Το μεγαλύτερό του κερδισμένο στοίχημα, βέβαια, είναι επίσης στην περιφέρεια, αλλά δεν είναι ούτε αυτό του Nunn ούτε αυτό του Grigonis. Κατά την άποψή μου, το μεγαλύτερο στοίχημα του Ataman ακούει στο όνομα Jerian Grant. Ο Αμερικανός αποκτήθηκε από τον Παναθηναϊκό έπειτα από μία εξαιρετική σεζόν στην Τουρκ Τέλεκομ, όντας κάτοχος του βραβείου του MVP του Eurocup. Στα χέρια του Τούρκου, ο Grant έγινε ένας παίκτης οικονομίας στην επίθεση, αφού έπεσε από τις 11,5 προσπάθειες ανά αγώνα στις 6,4, αύξησε το ποσοστό του από το 29,7 στα τρίποντα, στο 41,2% και από 20,8% usage πήγε στο 14,9%. Με άλλα λόγια, επιθετικά μετατράπηκε σε τέλειο συμπληρωματικό κομμάτι για τους χαρισματικούς guard της ομάδας και παράλληλα, έγινε ένας αμυντικός εξολοθρευτής, που αναλαμβάνει πάντα την πιο δύσκολη αποστολή στο πίσω μέρος του παρκέ. Στην Τουρκία ήταν ο σημαντικότερος παίκτης της ομάδας χάρη στην επιθετική του δεινότητα, ενώ στον Παναθηναϊκό κάνει τη διαφορά μέσω της άμυνας, όπου όλοι οι δείκτες είναι βελτιωμένοι, και ταυτόχρονα ταιριάζει απόλυτα με τους συμπαίκτες του στην επίθεση.
Ασφαλώς, δε θεωρώ πως ο Ataman τα έχει κάνει όλα τέλεια φέτος, ούτε πως δεν έχει μερίδιο ευθύνης για το γεγονός ότι το ρόστερ του Παναθηναϊκού έχει δομικά ζητήματα. Ωστόσο, αυτό το ρόστερ είχε να διαχειριστεί στη σεζόν, έκανε τις απαραίτητες κινήσεις, με εξαίρεση το γεγονός ότι δεν πήρε center μεσούσης της αγωνιστικής περιόδου, και μπήκε σε μία λογική “win now”, πράγμα που είναι τρομερά δύσκολο να επιτευχθεί μετά από τις σεζόν που προηγήθηκαν για το “τριφύλλι” και με όλο σχεδόν το ρόστερ να έχει αλλάξει σε ένα καλοκαίρι.
Στα μάτια μου, λοιπόν, ο Ergin Ataman, με βάση τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, τη δυσκολία της αποστολής του και τις συνθήκες, κατάφερε δίχως αμφιβολία να φέρει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα που ξεπέρασε τις προσδοκίες και των πιο αισιόδοξων.