fbpx

Βρισκόμαστε στα μέσα Ιανουαρίου και ο Ολυμπιακός, έπειτα από δύο εντός έδρας νίκες που έδειξαν να του δίνουν αυτοπεποίθηση, γυρίζει με άδεια χέρια από την Ισπανία και-πρωτίστως-με δύο μέτριες προς κακές εμφανίσεις. Και αν στο πρώτο μέρος της σεζόν οι τραυματισμοί και η κόπωση σημαντικών παικτών από το Παγκόσμιο Κύπελλο αποτελούσαν σοβαρά ελαφρυντικά, η απόδοση των “ερυθρολεύκων” την περασμένη εβδομάδα εγείρει και πάλι το ερώτημα στις τάξεις των φίλων τους: “Τι πάει λάθος;”

Το πρόβλημα δεν είναι (μόνο) η επίθεση

Έχει γίνει μεγάλη κουβέντα, ιδιαίτερα μετά την ήττα από την Μπασκόνια, σχετικά με την επίθεση του Ολυμπιακού, η οποία έχει χαρακτηριστεί πολλάκις ως “η χειρότερη στη Euroleague”. Αυτή η κουβέντα δεν επιβεβαιώνεται τόσο από το λεγόμενο eye test, όσο από ένα στατιστικό. Οι Πειραιώτες έχουν πετύχει συνολικά 1590 πόντους στη Euroleague, 4 λιγότερους από την Άλμπα, νούμερο που είναι το μικρότερο στη διοργάνωση. Για να προχωρήσει η ανάλυσή μας, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν επιτρέπεται, εν έτει 2024, να κρίνουμε μία ομάδα, μετρώντας τα στατιστικά της σε απόλυτα νούμερα. Όλα και όταν λέμε όλα εννοούμε όλα τα στατιστικά, μετρώνται ανά κατοχή ή ανά 100 κατοχές, ώστε να λαμβάνεται υπόψη και το πλήθος των κατοχών. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι ανάλογα με το πόσο γρήγορα παίζουν οι ομάδες, αλλάζουν πολλά στα απόλυτά τους νούμερα.

Ας φέρουμε μερικά απλά παραδείγματα για να γίνουν πιο εύκολα κατανοητά όσα προαναφέραμε. Η Μακάμπι είναι η ομάδα που παίζει στον υψηλότερο ρυθμό στη Euroleague, ενώ ο Ολυμπιακός στον πιο χαμηλό (περισσότερα για αυτό παρακάτω). Αυτό σημαίνει πως οι Ισραηλινοί έχουν τις περισσότερες κατοχές από όλους, ενώ οι Πειραιώτες τις λιγότερες. Αν δούμε το μέσο όρο πόντων, η Μακάμπι σκοράρει 86,2 πόντους ανά αγώνα, νούμερο που είναι το 2ο μεγαλύτερο στη διοργάνωση. Ωστόσο, ανά 100 κατοχές έχει την 7η καλύτερη επίθεση με 115,2 πόντους. Με βάση αυτό, η Φενέρμπαχτσε που είναι 4η σε μέσο όρο πόντων, έχει αισθητά καλύτερη επίθεση, αφού σκοράρει 118,3 πόντους ανά 100 κατοχές. Άλλο παράδειγμα είναι τα rebound. Η Μακάμπι μαζεύει 23,1 αμυντικά rebound ανά παιχνίδι, ενώ ο Ολυμπιακός 22,6, επιδόσεις που αποτελούν την 9η και τη 14η καλύτερη αντίστοιχα. Παρόλα αυτά, ο Ολυμπιακός εξασφαλίζει το 70,5% των αμυντικών rebound που διεκδικεί (5ος στη Euroleague), την ώρα που η “ομάδα του λαού” το 67,7%, γεγονός που την καθιστά την 5η χειρότερη ομάδα της διοργάνωσης σε αυτόν τον τομέα.

Επιστρέφοντας στο αντικείμενο της ανάλυσής μας, λοιπόν, βλέπουμε πως οι πρωταθλητές Ελλάδας έχουν 114,7 offensive rating (πόντοι ανά 100 κατοχές), γεγονός που κατατάσσει την επίθεσή τους ως τη 10η καλύτερη της Euroleague. Σίγουρα η επίδοση αυτή δε θεωρείται πολύ καλή, ενώ δε συγκρίνεται και με την περσινή που ήταν εκ των πραγμάτων εξαιρετική. Τη σεζόν 2021-2022, όμως, οι Πειραιώτες είχαν 115 offensive rating, το οποίο δεν απέχει πολύ από το φετινό τους νούμερο. Και όμως, τότε όλοι θαυμάσαμε το μπάσκετ του Μπαρτζώκα και της ομάδας του (και δικαίως) ενώ στα φετινά δεδομένα θα ήταν η 7η καλύτερη επίθεση της διοργάνωσης. Με άλλα λόγια, η επίθεση του Ολυμπιακού απέχει παρασάγγας από τη χειρότερη στη Euroleague, που ανήκει στην Άλμπα, με 104,7 πόντους ανά 100 κατοχές.

Το ζήτημα του ρυθμού

Γίνεται προφανές από τα παραπάνω πως ο χαμηλός ρυθμός στον οποίο αγωνίζεται ο Ολυμπιακός, ρίχνει πολύ τα νούμερά του στην επίθεση. Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί δεν επιδιώκει να παίξει λίγο πιο γρήγορα. Τα πράγματα εδώ είναι πιο περίπλοκα, διότι υπεισέρχονται πολλές συνιστώσες. Ας ξεκινήσουμε από το εξής: επί ημερών Μπαρτζώκα, οι “ερυθρόλευκοι” ποτέ δεν έτρεχαν πολύ. Τις δύο προηγούμενες σεζόν αγωνίζονταν περίπου στις 69 κατοχές, αλλά φέτος ο μέσος όρος τους βρίσκεται λίγο κάτω από τις 67. Κατά την άποψή μας, δύο είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους έχει σημειωθεί αυτή η πτώση: ο ένας είναι η παρουσία του Milutinov αντί των Black-Bolomboy και ο δεύτερος είναι η κόπωση παικτών όπως ο Walkup.

Ο Σέρβος center σαφώς είναι πολύ ποιοτικότερος από τους δύο που πλαισίωναν τον Fall στη θέση “5” την περασμένη σεζόν. Είναι όμως ταυτόχρονα και πολύ διαφορετικά τα χαρακτηριστικά του. Προκειμένου να μην “ακυρώσει” το παιχνίδι τόσο του Milutinov όσο και του Fall, ο Ολυμπιακός έχει έναν περιορισμό σε ό,τι αφορά στο πόσο μπορεί να ανεβάσει το ρυθμό. Παρόλα αυτά, κατά την άποψή μας χρειάζεται μία μικρή αύξηση στον αριθμό των κατοχών που επιδιώκει η ομάδα του Πειραιά, ώστε να γίνει πιο λειτουργική και να πάψει ως ένα βαθμό να εγκλωβίζεται στο παιχνίδι μισού γηπέδου, αντισταθμίζοντας την πτώση στην ποιότητα, με επιθέσεις απέναντι σε ανοργάνωτες άμυνες.

Όσο για τον νατουραλιζέ guard, επέστρεψε πολύ κουρασμένος από τις υποχρεώσεις του με την Εθνική ομάδα, ενώ ο παρτενέρ του στη θέση του point guard, Nigel Williams-Goss, έχει απουσιάσει από αρκετά ματς λόγω τραυματισμών. Αυτό είχε επίπτωση και στο ρυθμό, αφού σε αρκετές περιπτώσεις βλέπαμε τον Walkup να μην τρέχει το γήπεδο μετά από αμυντικό rebound, για να πάρει μερικές ανάσες. Ωστόσο, η σημαντική συνέπεια που έχει η κόπωση στον Αμερικανό point guard, αφορά στον τομέα της απόφασης. Πολλές φορές δε δείχνει το καθαρό μυαλό να οργανώσει την επίθεση όπως πρέπει, με αποτέλεσμα να προκύπτουν αρκετά κενά διαστήματα, όταν μπλοκάρει από τα διαρκή under που παίζουν οι αντίπαλοί του στα pick and roll.

Η άμυνα δεν είναι αυτή που πρέπει

Μπορεί να φαίνεται περίεργο, αλλά η άμυνα του Ολυμπιακού δε βρίσκεται στο επίπεδο που χρειάζεται. Με defensive rating 111,7, αποτελεί μία από τις πέντε κορυφαίες άμυνες της Euroleague, αλλά ακόμα και έτσι, με βάση τα εργαλεία που υπάρχουν, έχει περιθώρια βελτίωσης. Πρώτα από όλα, με δεδομένο πως με την αποχώρηση των Βεζένκοφ και Σλούκα η επίθεση μοιραία θα ήταν χαμηλότερου επιπέδου, χρειαζόταν να γίνει ένα βήμα παραπάνω στην άμυνα. Πράγματι, η δομή του ρόστερ δείχνει πως ακριβώς αυτή η σκέψη υπήρχε στο μυαλό του τεχνικού τιμ των “ερυθρολεύκων”.

Με την προσθήκη του Milutinov ο Ολυμπιακός απέκτησε προστασία του καλαθιού για 40 λεπτά, ενώ αν υπερτερεί ο Williams-Goss σε έναν τομέα σε σχέση με τον Σλούκα, αυτός είναι η πίεση στην μπάλα. Για τον Sikma δεν έχει νόημα να γράψουμε και πολλά, αφού ουσιαστικά ποτέ δεν είχε ρόλο στην ομάδα. Η παρουσία, λοιπόν, δύο 7-footers στο “5”, έδωσε ισχυρή παρουσία κοντά στο καλάθι σε μόνιμη βάση, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε και μία ανάγκη: να μένουν οι ψηλοί όσο περισσότερο γίνεται, μέσα στο ζωγραφιστό. Αυτό μεταφράζεται σε drop στα pick and roll και σε χώρους για ψηλούς που μπορούν να σουτάρουν από μακριά. Επίσης, περιορίζονται οι επιλογές και στην άμυνα σε δράσεις εκτός μπάλας καθώς και η ικανότητα της ομάδας να αμύνεται με αλλαγές, τακτική που επιστρατεύεται σχεδόν πάντα στο κλείσιμο των παιχνιδιών. Για να καταπολεμηθούν τα παραπάνω, ως ένα βαθμό, χρειάζεται πολλή πίεση στην μπάλα και guard που μπορούν να “σπάσουν” τα screen με συνέπεια.

Σε αυτό σημείο, μπαίνουν στην κουβέντα κάποια από όσα αναφέραμε για τον Walkup. Πέρα από το επιθετικό κομμάτι, η κόπωση έχει μεγάλη επίπτωση στην αποτελεσματικότητά του στην άμυνα. Και αυτό αποτελεί ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα για τον Ολυμπιακό, εξαιτίας και της δομής του ρόστερ. Με βάση όσα εξηγήσαμε παραπάνω σχετικά με τις ιδιαιτερότητες των ψηλών, είναι βαρύνουσας σημασίας ο νατουραλιζέ guard να είναι στα γνωστά του αμυντικά στάνταρ, αν όχι καλύτερος. Είναι ο μοναδικός στο ρόστερ, αν όχι σε ολόκληρη τη διοργάνωση, που μπορεί να υπηρετήσει ένα τέτοιο πλάνο, λόγω του πλήρους πακέτου που διαθέτει. Φυσικά, στο σύνολο του Γιώργου Μπαρτζώκα περιλαμβάνονται και άλλοι καλοί αμυντικοί, ωστόσο το συνδυασμό μεγέθους, δύναμης και τακτικής συνέπειας του Walkup, δεν τον έχει κανένας.

Ωστόσο, ο Walkup έως τώρα στη σεζόν βρίσκεται σε αισθητά χαμηλότερο επίπεδο από αυτό στο οποίο μας έχει συνηθίσει τα χρόνια της παρουσίας του στη Euroleague. Αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί πρωτίστως από όσα βλέπουμε στο παρκέ, αλλά και τα στατιστικά. Ένα νούμερο που δείχνει τη διαφορά του σε σχέση με πέρυσι, είναι το defensive rating που έχει η ομάδα του, αν απομονώσουμε τα λεπτά στα οποία βρίσκεται στο παρκέ. Ο 31χρονος Αμερικανός, έχει defensive rating 111,2 φέτος, ενώ πέρσι είχε 105,2. Σε περίπτωση που τα νούμερα από μόνα τους δε σας λένε κάτι, ενδεικτικά θα αναφέρουμε πως 6 περίπου μονάδες στο εν λόγω στατιστικό χωρίζουν την άμυνα του Παναθηναϊκού, που είναι η 3η καλύτερη φέτος, από αυτή της Μονακό, που είναι 12η στον τομέα αυτό.

Δομικά Προβλήματα

Μεγάλη είναι η κουβέντα που έχει γίνει και αναφορικά με το σχεδιασμό του Ολυμπιακού, ο οποίος αν μη τι άλλο δεν ήταν ιδανικός. Το αναφέραμε και παραπάνω και θα το τονίσουμε ξανά: Βεζένκοφ και Σλούκας δεν μπορούν να αντικατασταθούν μέσα στο ίδιο καλοκαίρι. Υπήρξε ενδιαφέρον για μεγάλα ονόματα με πολλή ποιότητα, αλλά μέρος της επιτυχίας των “ερυθρολεύκων” ήταν το σχεδόν τέλειο fit και οι Nunn και Mirotic που ακούστηκαν έντονα, δε θα το πρόσφεραν αυτό, οπότε θεωρητικά το ταβάνι θα ήταν και πάλι χαμηλότερο.

Παρόλα αυτά, με τον τρόπο που διαμορφώθηκε το ρόστερ, προέκυψαν θέματα στο παρκέ. Το σημαντικότερο εξ αυτών είναι ίσως το spacing. Οι Πειραιώτες, χάρη στους αυτοματισμούς τους και την ικανότητα των Canaan και Peters στο μακρινό σουτ δημιουργούν χώρους, αλλά όταν αυτοί οι δύο δε βρίσκονται στο παρκέ, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Πλην των δύο Αμερικανών, κανένας δεν έχει τέτοια ικανότητα στο μακρινό σουτ, ώστε να αναγκάσει τους αμυντικούς να κάνουν δεύτερες σκέψεις για το αν θα δώσουν βοήθειες στα μαρκαρίσματα των Fall και Milutinov. Αυτό περιορίζει τους δύο ποιοτικότατους ψηλούς, ενώ ο Σέρβος περιορίζεται και από το γεγονός πως δεν υπάρχει χειριστής με αρκετά πλήρες επιθετικό πακέτο, ώστε να μεγιστοποιήσει τα στοιχεία του σε καταστάσεις pick and roll. Έτσι, ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης του ρόστερ, ουσιαστικά έχει ταβάνι στο πόσο μπορεί να προσφέρει επιθετικά.

Επιπλέον, με την απόκτηση του Brazdeikis, ο πρωταθλητές Ελλάδας πρόσθεσαν έναν ακόμα πλαϊνό σε ένα ρόστερ που ήδη είχε αρκετούς τέτοιους. Παπανικολάου, McKissic και Λαρεντζάκης είχαν σχεδόν σίγουρο χρόνο συμμετοχής, ο Canaan κάνει εξαιρετική σεζόν και κάπως έτσι, δε μένουν λεπτά για το Λιθουανό. Ή πιο σωστά, για να βρει λεπτά ο Brazdeikis, πρέπει να τα χάσει κάποιος άλλος. Το κοινό στοιχείο όλων των παραπάνω (πλην Canaan) είναι η αστάθεια στο μακρινό σουτ, γεγονός που προσθέτει στο πρόβλημα που αναλύσαμε προηγουμένως. Συνυπολογίζοντας και τους τραυματισμούς και την απουσία προετοιμασίας λόγω και του Mundobasket καταλήγουμε στην κατάσταση των τελευταίων εβδομάδων. Όταν έγιναν όλοι διαθέσιμοι, φτάσαμε στο σημείο ακόμα και σε κρίσιμα ματς, ο προπονητής να τους δοκιμάζει όλους για να δει ποιος είναι σε θέση να βοηθήσει περισσότερο.

Τέλος, υπήρχαν και δύο θέματα που λύθηκαν με μεταγραφές μέσα στη σεζόν. Το ένα έχει να κάνει με την περιφέρεια, όπου ουσιαστικά οι μόνοι χειριστές ήταν ο κατάκοπος Walkup και ο επιρρεπής στους τραυματισμούς Williams-Goss. Έστω και αργά αυτό διορθώθηκε, αλλά με την απόφαση να αποκτηθεί ο Mitrou-Long που δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής αρχικά, ο Walkup φορτώθηκε για έναν ακόμα μήνα και έτσι, μετά το μέσο της σεζόν, δείχνει ακόμα να μην έχει δυνάμεις. Το άλλο ζήτημα αφορά στις θέσεις των ψηλών. Οι “ερυθρόλευκοι” ξεκίνησαν τη σεζόν με τέσσερις παίκτες ουσιαστικά για τις θέσεις “4” και “5”, με τους δύο center να είναι καταπονημένοι από το Παγκόσμιο Κύπελλο και τον Sikma να πλαισιώνει τον Peters. Το πείραμα με τον πρώην παίκτη της Άλμπα δε δούλεψε σε κανένα σημείο, με αποτέλεσμα ο ίδιος να γίνει αποδιοπομπαίος τράγος στα μάτια των φίλων της ομάδας. Η έλευση του Petrusev, ωστόσο, έλυσε σε σημαντικό βαθμό τα δύο προβλήματα, αφού ο Σέρβος αγωνίζεται και στις δύο θέσεις και είναι πολύ ποιοτικός.

Είναι απόλυτα λογικό, έπειτα από μία σχεδόν άψογη σεζόν και δύο συνολικά σε εξαιρετικό επίπεδο, οι φίλοι του Ολυμπιακού να νιώθουν πως η πτώση της ομάδας τους είναι μεγάλη. Παράλληλα, με την εισαγωγή του play-in, ο στόχος της οκτάδας μετατράπηκε σε στόχο εξάδας και εκ των πραγμάτων έγινε πιο δύσκολος. Υπάρχουν πολλές περίπου ισοδύναμες ομάδες που διεκδικούν ουσιαστικά δύο θέσεις (5η και 6η) ώστε να αποφύγουν το ρίσκο του play-in και με την απόδοσή του ο Ολυμπιακός δεν έχει ξεχωρίσει από αυτές. Υπάρχει χρόνος (όχι πολύς) για βελτίωση και το θέμα είναι τι περιθώρια υπάρχουν.


Leave A Reply