Το Μουντομπάσκετ για την εθνική ολοκληρώθηκε, με μια κατάληξη που ήταν λίγο – πολύ αναμενόμενη. Δεν «τρυπήσαμε» το ταβάνι, που – ας συμφωνήσουμε για την οικονομία της συζήτησης – πως ήταν η πρόκριση στην οχτάδα, δεν αποτύχαμε παταγωδώς, με την έννοια ότι τουλάχιστον περάσαμε τον όμιλο και η πορεία μας μπορούμε να πούμε πως ήταν φυσιολογική. Ούτε πετύχαμε (πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να πούμε κάτι τέτοιο όταν οι δύο μας νίκες ήταν επί της Νέας Ζηλανδίας και της Ιορδανίας), ούτε αποτύχαμε, αφού βάσει του υλικού που κατεβάσαμε στις Φιλιππίνες, δεν υπήρχε ο τρόπος να φτάσουμε και πιο ψηλά, μπασκετικά τουλάχιστον. Για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι αξιόλογο, έπρεπε να αλλάξουμε τη μοίρα μας και να κάνουν σχεδόν όλοι overachieving, την ώρα που τα τελευταία 14 χρόνια, η ηττοπάθεια και η «λιγοψυχία» τις κρίσιμες ώρες, έχει ποτίσει σαν δηλητήριο το αίμα μας και μόνιμα ζούμε την… ημέρα της μαρμότας. Ξεκινάμε με βαρύγδουπες κορώνες, του τύπου «Πάμε για μετάλλιο, θα τα σαρώσουμε όλα» και καταλήγουμε με κλισεδιές του στυλ «Όχι δάκρυα για αυτή την ομάδα», «Ήμασταν άτυχοι για ακόμα μια φορά», «Νικητές στις καρδιές μας». Όλα αυτά τα χρόνια, που είχαμε ρόστερ που πράγματι μπορούσε να φτάσει πολύ ψηλά, είχαμε μια άρνηση στην παραδοχή της αλήθειας. Πέρυσι έφταιγε η αδιανόητη ευστοχία των Γερμανών, που κάποιοι το βάφτισαν τύχη, μην έχοντας την οξυδέρκεια να δουν ότι επί 40 λεπτά τους παίζαμε under, κάνοντας τον σταυρό μας πως κάποια στιγμή θα αστοχήσουν. Το 2019 έφταιγε ο κακός ο διαιτητής, ο οποίος στον κρίσιμο αγώνα με την Τσεχία έβγαλε με 5ο φάουλ τον Αντεντοκούνμπο και ελάχιστοι στάθηκαν στο γιατί να φτάσουμε να θέλουμε +12 επί των Τσέχων τελευταία αγωνιστική, όταν η φουρνιά που κατεβάζαμε θεωρούταν η πιο ταλαντούχα των τελευταίων πολλών χρόνων. Το 2017 έφταιγε η κούραση από την υπερπροσπάθεια με τη Λιθουανία και ελάχιστοι στάθηκαν στο ότι σε προημιτελικό Eurobasket κόντρα στους Ρώσους ο Μίσσας χρησιμοποίησε rotation 5 παικτών. Και πάει λέγοντας. Φέτος καθίσαμε στον καναπέ μας, είδαμε την εθνική, είχαμε την κρυφή ελπίδα μήπως γίνει κάποιο θαύμα, αλλά τελικά συνέβη αυτό που υποψιαζόμασταν. Αυτή τη φορά τουλάχιστον, αποκλειστήκαμε επειδή βρήκαμε απέναντί μας μια πολύ καλύτερη ομάδα, σε όλα τα επίπεδα και δεν έφταιγε ο… ανάδρομος Ερμής.
Μετά το τέλος του αγώνα με τη Λιθουανία, διάβασα μια σειρά από αφορισμούς προς τους απόντες από τη διοργάνωση, κάτι το οποίο, να πω την αλήθεια, το περίμενα. Πάντα κάποιος πρέπει να φταίει στην Ελλάδα και στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν ανόητο τα βέλη να στραφούν στον Χατζηδάκη, τον Μποχωρίδη και τον Λούντζη. «Τόσο μπορούσαν τα παιδιά, τόσο έπαιξαν», ήταν η φράση που κυριαρχούσε για όσους έδωσαν το παρών στο Μουντομπάσκετ και μπορώ να πω πως με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Δεν θα μπορούσα επ’ ουδενί να κατηγορήσω τον Χατζηδάκη που δεν έγινε Anthony Davis, ούτε τον Μποχωρίδη που δεν έγινε Klay Thompson, ούτε και τον Παπανικολάου, που ήταν κατώτερος των περιστάσεων. Και προφανώς, παιδιά όπως ο Walkup, ο Παπαπέτρου και ο Λαρεντζάκης έδωσαν και την ψυχή τους, έπαιξαν και πολύ καλό μπάσκετ και δεν μπορούσες να τους ζητήσεις κάτι παραπάνω. Δεν θα ηρωοποιήσω όμως τους παρόντες, ούτε θα τους στήσω άγαλμα που έπαιξαν στο Μουντομπάσκετ. Μπράβο τους που έπαιξαν, μπράβο τους που ήταν εκεί, αλλά μέχρι εκεί. Είναι στην ευχέρεια του καθενός να έχει άποψη και να επιλέγει αν θα βοηθήσει την εθνική το καλοκαίρι ή όχι. Για τον απλούστατο λόγο πως μετά από μια χρονιά, που αγώνες Κυριακή- Τετάρτη- Κυριακή, με ένα καλεντάρι δομημένο έτσι, ώστε η δράση να μην σταματάει ποτέ, ο καθένας πρέπει να ακούει το σώμα του και να σταθμίζει τους παράγοντες για το αν είναι σώφρον για αυτούς να κατέβουν στο Μουντομπάσκετ ή όχι. Κάποια παιδιά με μικρότερες παραστάσεις (Χατζηδάκης, Ρογκαβόπουλος, Λούντζης, Μωραϊτης), το έβλεπαν ως ευκαιρία ζωής, ως τη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας τους και μπράβο τους, μακάρι να είναι υγιείς και να δώσουν περισσότερα στο μέλλον. Κάποιοι άλλοι, θεωρούν πως η εθνική είναι ύψιστη τιμή για κάθε αθλητή να παίζει στην εθνική και δίνουν κάθε καλοκαίρι το παρών, ρισκάροντας τραυματισμούς, αφήνοντας στην άκρη την ανάγκη να ξεκουραστούν, να περάσουν στιγμές δίπλα στην οικογένειά τους, για να είναι εκεί για τη «γαλανόλευκη». Και υπάρχουν και αυτοί, που οι «Κολοκοτρώνηδες» των media, τους βάπτισαν «λίγους» και «προδότες».
- Λίγος και προδότης ο Σλούκας, ο οποίος κάθε καλοκαίρι είναι «παρών» για την εθνική, πέρυσι πήγε τραυματίας να βοηθήσει στο Eurobasket και φέτος, στα 33 του, αποφάσισε για πρώτη φορά να κάνει ένα διάλειμμα από την εθνική, για την οποία μέχρι φέτος «σκιζόταν» κάθε καλοκαίρι, άσχετα με το ποιος ήταν ο προπονητής, οι συγκυρίες, οι συνθήκες στην καριέρα του και πόσο είχε καταπονηθεί όλη τη σεζόν, ενώ όποτε έβρισκε την ευκαιρία πήγαινε και βοηθούσε ακόμα και στα «παράθυρα» της FIBA
- Προδότης και «Αμερικανάκι» ο Καλάθης, ο οποίος αμειβόμενος με 2 εκατομμύρια το χρόνο, όντας ένα από τα πιο ακριβά συμβόλαια στην Ευρωλίγκα, αντί να κάθεται τα καλοκαίρια να κάνει τα μπάνια του και τα γυμναστήριά του, είχε να χάσει τουρνουά από το 2013. Και φέτος για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια συνέπειας, δεν ήθελε να κατέβει να παίξει για έναν προπονητή, ο οποίος δεν τον υπολόγιζε στη Φενέρ και θα τον άφηνε στα… αζήτητα.
- Ψεύτης και προδότης ο Ντίνος Μήτογλου, του οποίου οι… Σέρλοκ Χολμς των Media αμφισβητούν τον τραυματισμό στο δάχτυλο. Σύμφωνα με τους ειδήμονες του… καναπέ, θα ήταν λογικό ένας παίκτης που έχει να παίξει ενάμιση χρόνο, να ρισκάρει να μείνει έξω για άλλους 3 μήνες και να χρειαστεί χειρουργείο, αντί να γυρίσει στην Ελλάδα να κάνει εντατική αποθεραπεία και να μην χάσει την έναρξη της σεζόν.
- Προδότης και… καβαλημένος σε καλάμι ο δύο φορές MVP του NBA Γιάννης Αντεντοκούνμπο, οι οποίοι σε σχέση με άλλους σταρ του ΝΒΑ, που έχουν την εθνική τους «γραμμένη στα υποδήματά τους», έχει έρθει σε 6/9 τουρνουά που έχει κληθεί και έχει αποδείξει έμπρακτα την αγάπη του για την εθνική. Όντας τραυματίας, μετά από μια πολύ κακή σεζόν για τον ίδιο και τους Μπακς, έπρεπε να ρισκάρει τα πάντα και να παίξει στο Μουντομπάσκετ, για να αποδείξει στους δύσπιστους του πληκτρολογίου, ότι αγαπάει περισσότερο την Ελλάδα από… τη Νιγηρία.
- Προδότης και λίγος και ο Τάιλερ Ντόρσεϊ, ο οποίος δεν ήθελε να έρθει να παίξει για έναν προπονητή, με τον οποίον οι σχέσεις του στη Φενέρ δεν ήταν απλά ψυχρές, αλλά πάγος, με αποτέλεσμα να μην το χρησιμοποιήσει καθόλου στους ημιτελικούς του τουρκικού πρωταθλήματος με αντίπαλο την Εφές.
Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του, ειδικά σε ένα λεπτό ζήτημα, όπως η εθνική Ελλάδος, όμως να θυμάστε πως η προπαγάνδα και το ψέμα ξεσκεπάζονται εύκολα. Και αν ψάχνετε υπαίτιους, που για ακόμα ένα καλοκαίρι (14ο στη σειρά), δεν βγήκατε στους δρόμους να κορνάρετε, αντί να τα ρίχνετε σε αυτούς που έτυχε να μην κατέβουν φέτος να παίξουν, δείτε τη συνολική νοοτροπία που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό μπάσκετ και ρίξτε και μια ματιά στο τι κάνουν οι άλλοι, που από εκεί που μας έβλεπαν… με τα κυάλια, όχι απλά μας έχουν ξεπεράσει, αλλά μας άφησαν έτη φωτός πίσω. Και ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα!