Στο προηγούμενο άρθρο που δημοσιεύτηκε από ετούτη τη στήλη, σας είχα υποσχεθεί μια εκτενή ανάλυση για το τι σημαίνει υπεραξία και τι όχι. Δεν μου ήρθε ξαφνικά στο μυαλό να… φλεξάρω και να το παίξω ειδήμονας επί του αντικειμένου, ωστόσο με αφορμή την αδιανόητη offseason που βλέπουμε στην Ευρωλίγκα από αρκετές ομάδες, υπάρχει μια τάση από πολλούς να συγχέουν δεδομένα και καταστάσεις και να δημιουργούν ένα αχρείαστο μπέρδεμα στο κεφάλι τους και στο μυαλό όσων διαβάζουν τις αναλύσεις τους. Ένα από τα μεγαλύτερα trend του φετινού καλοκαιριού είναι η λέξη «υπεραξία». Δίνει 3 εκατομμύρια ο Παναθηναϊκός στον Σλούκα; Υπεραξία. Δίνει 2,3 στον Juancho Hernangomez; Υπεραξία. Βγαίνει ο Mirotic ελεύθερος στην αγορά και ζητάει 3 εκατομμύρια; Όποιος του τα δώσει θα έχει πληρώσει υπεραξία. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δούμε τι είναι υπεραξία και τι όχι, μέσα από παραδείγματα, με ψύχραιμη ματιά, για να μην διαστρεβλώνονται κάποιες καταστάσεις.
Το μεταγραφικό «ντεμαράζ» του φετινού Παναθηναϊκού
Γύρω από τον μεταγραφικό σχεδιασμό του φετινού Παναθηναϊκού, η λέξη «υπεραξία» απέκτησε μια άλλη διάσταση, ίσως ειπώθηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ας δούμε λοιπόν τα δεδομένα όπως είναι: Ο Παναθηναϊκός φέτος το καλοκαίρι, δεν πλήρωσε καμία υπεραξία. Το αν ο Lessort αξίζει 1 εκατομμύριο αντί για 1.5 ή αν ο Σλούκας αντί για 3 εκατομμύρια έπρεπε να πάρει 2, είναι αντικείμενο συζήτησης και προβληματισμού για μια ομάδα με σφιχτή οικονομική πολιτική, με «ταβάνι» στο μπάτζετ. Όταν η διοίκηση μιας ομάδας διατυμπανίζει σε κάθε τόνο, με κάθε τρόπο, εγγράφως, με ανακοινώσεις, δελτία τύπου και… Instagram Stories πως το μπάτζετ της είναι ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ, τότε κανένας παίκτης δεν αποτελεί υπεραξία. Απλά ο ίδιος ο σύλλογος επέλεξε να ακολουθήσει την τακτική «all in», χτυπώντας σε πιο ψηλά ποσά από ότι οι ανταγωνιστές, για να φέρει παίκτες, που ο ίδιος ο προπονητής ζητούσε διακαώς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η τακτική αυτή απέδωσε καρπούς (Σλούκας, Juancho), σε κάποιες άλλες δεν έφτανε το ακριβό πορτοφόλι (Punter, Vesely, Hezonja), για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση. Η ουσία της όλης κουβέντας είναι πως κανένας παίκτης δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεραξία, από τη στιγμή που τα λεφτά που δαπανήθηκαν για εκείνον, δεν εμπόδισαν να γίνουν κινήσεις για άλλους. Χώρεσαν με μαεστρικό τρόπο όλα τα καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη
Ο Καλάθης και η σεζόν 2018-19
Όταν οι «πράσινοι», το καλοκαίρι του 2018, αποφάσισαν να κρατήσουν τον Νικ Καλάθη με ΚΑΘΕ ΚΟΣΤΟΣ, το έκαναν σε μεγάλο βαθμό, εις βάρος του υπόλοιπου ρόστερ. Ο ομογενής γκαρντ, ο οποίος ήταν στα prime του και προερχόταν από την πιο ώριμη σεζόν της καριέρας του, συμφώνησε να παραμείνει στο «τριφύλλι», έναντι 2,3 εκατομμυρίων ετησίως. Στον βωμό της ανανέωσης του Καλάθη, ο Παναθηναϊκός… θυσίασε πράγματα και εξοικονόμησε χρήματα από τις άλλες θέσεις. Αντί για τον Randolph αποκτήθηκε στο «4» ο Thomas, αντί για ένα πεντάρι από το πάνω ράφι ήρθε ο Lasme στα τελειώματά του, ενώ ο Mike James αντικαταστάθηκε από τον 34χρονο Keith Langford. Την επόμενη σεζόν δε, ο τότε αρχηγός του Παναθηναϊκού έφτανε να αμοίβεται με το 1/5 του συνολικού αγωνιστικού μπάτζετ. Και για να το κάνω ακόμα πιο ενδεικτικό το παράδειγμα, Καλάθης και Fredette έπαιρναν μαζί το 40% του μπάτζετ του Παναθηναϊκού, σε μια ομάδα που δεν έβγαινε στην αγορά με το μότο «πάμε να πάρουμε τους καλύτερους παίκτες που υπάρχουν στην Ευρώπη», αλλά «κάντε χώρο για να χωρέσουν ο Καλάθης και ο Fredette». Για τα δεδομένα της εποχής λοιπόν, ο Έλληνας point guard και ο Αμερικάνος «μπόμπερ» ήταν υπεραξίες για τον Παναθηναϊκό. Στο πλαίσιο της ομάδας που φτιάχνει φέτος ο έξι φορές πρωταθλητής Ευρώπης, όσα και να έπαιρναν ο Καλάθης και ο Fredette θα ήταν θεμιτά. Πολύ απλά, διότι δεν θα έπιαναν χώρο, εμποδίζοντας την διοίκηση της ομάδας να κινηθεί για τον Juancho, τον Mikhailiuk και τον Lessort.
Άλλο μπάσκετ, άλλο… μπάτζετ
Το γεγονός ότι ο Παναθηναϊκός έλειψε για αρκετά χρόνια από το προσκήνιο και περιορίστηκε σε ρόλο κομπάρσου, αποτυπώνεται στην δίψα του κόσμου των «πράσινων» για μεγάλες μεταγραφές, για κινήσεις που θα κάνουν και πάλι τους «πράσινους» ισχυρό πόλο σε μια Ευρωλίγκα. Όσο καλοί παίκτες και να έρθουν όμως, αυτό δεν αποτελεί εγγύηση για την επιτυχία. Ούτε καν οι περγαμηνές του Ataman μπορούμε να πούμε ότι αρκούν σε απόλυτο βαθμό. Εκεί όπου υπάρχει υπέρμετρος ενθουσιασμός, καλό θα είναι πάντα να θυμάστε τον Ολυμπιακό του Pini Gerson. Ουσιαστικά, όσα κάνει το «τριφύλλι» φέτος, αποτελούν… mirroring με όσα έκαναν οι «ερυθρόλευκοι» το καλοκαίρι του 2006. Πολύ παρόμοιες οι αφετηρίες, υπερβολικά ολόιδιο το background. Μοναδική διαφορά πως τότε, ναι μεν οι Πειραιώτες ενισχύθηκαν, οι «πράσινοι» όμως δεν αποδυναμώθηκαν. Παρόλα αυτά, μένει να δούμε αν η κατάληξη θα έχει κοινά σημεία με το project «Gerson» στον Ολυμπιακό ή αν παρά την κοινή αφετηρία, ο τερματισμός θα είναι εντελώς διαφορετικός. Μέχρι τότε, υπομονή. Και στους μεν και στους δε… Γιατί η χρονιά προβλέπεται μακριά και δεν θα κριθεί στις 6 Οκτώβρη.