Πέρασαν κάτι περισσότερο από 24 ώρες από τον αποκλεισμό της εθνικής μας στους ”8” των Ολυμπιακών Αγώνων από την Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Γερμανία και επειδή σε αυτή τη χώρα δεν πλήττεις ποτέ και πάντοτε πρέπει να έχουμε ένα πεδίο αντιπαράθεσης, βρήκαμε νέο αντικείμενο συζήτησης. Καθόμαστε και αντιπαρατιθέμεθα για το αν η πορεία της Ελλάδας αυτό το καλοκαίρι ήταν επιτυχημένη ή αποτυχημένη. Οι απόψεις διίστανται ένθεν και ένθεν, όλοι υπερασπίζονται με στόμφο τις θεωρίες τους και κάπως έτσι, αφού για ακόμα μια μεγάλη διοργάνωση θα δούμε τη ζώνη των μεταλλίων να διαμορφώνεται χωρίς την Ελλάδα παρούσα, εμείς βράζουμε στο ζουμί μας και τσακωνόμαστε, έχοντας χάσει εντελώς το δάσος και κοιτάζοντας μόνο το δέντρο, το οποίο συνεχίζει εδώ και 15 χρόνια να μας αποπροσανατολίζει.
Τα δεδομένα για φέτος το καλοκαίρι είχαν ως εξής: Πρώτον, πετύχαμε μετά από πάρα πολλά καλοκαίρια να μπούμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όχι, δεν ήταν αυτονόητο επειδή το διοργανώσαμε. Το 2021, ολόκληρος Καναδάς των αστέρων και των ΝΒΑers έμεινε εκτός ως οικοδεσπότης από την Τσεχία, την ίδια χρονιά οι ασημένιοι Ολυμπιονίκες Σέρβοι καταποντίζονταν μέσα στο Βελιγράδι από την Ιταλία. Το 2016, η πιο ταλαντούχα Ιταλία της σύγχρονης εποχής γνώριζε το ”κάζο” μέσα στο Τορίνο από την Κροατία του Πέτροβιτς, ενώ φέτος, πάλι ο Πέτροβιτς, αυτή τη φορά όντας ”Βραζιλιάνος”, πέταξε έξω τη Λετονία που προερχόταν από ένα μαγικό Παγκόσμιο και όλοι στη Ρίγα περίμεναν να γιορτάσουν την πρόκριση της ομάδας του Λούκα Μπάνκι στο Παρίσι. Τα γράφω αυτά, ώστε να μην απαξιώνεται κάθε επιτυχία αυτής της ομάδας. Ναι, ήμασταν φαβορί, σίγουρα το boost της έδρας σε τέτοια τουρνουά παίζει το ρόλο του, αλλά δεν παίξαμε δα και με χωριά, την Σλοβενία του Ντόντσιτς διαλύσαμε, ενώ στη συνέχεια η πάντα επικίνδυνη Κροατία υποτάχθηκε στις ορέξεις μας. Πρώτη αποστολή λοιπόν, στέφθηκε με επιτυχία.
Πήγαμε στο Παρίσι και βρεθήκαμε σε έναν πολύ ”περίεργο” και δύσκολο όμιλο, όπου ρεαλιστικά ήμασταν ένα κλικ κάτω από τον Καναδά, ενώ πάνω – κάτω βράζαμε στο ίδιο καζάνι με Ισπανούς και Αυστραλούς και θα δίναμε τη μάχη μας για το 2-4. Ξεκινήσαμε με… ελπιδοφόρα ήττα από τον Καναδά, στη συνέχεια γνωρίσαμε μια πολύ κακή ήττα από την Ισπανία, που κόντεψε να εκτροχιάσει την πορεία μας, όμως δείξαμε σθένος, κερδίσαμε την Αυστραλία και βρεθήκαμε στους ”8”. Με λίγα λόγια, η πορεία μας στον όμιλο ήταν ΟΚ, πετύχαμε το μίνιμουμ στόχο με την 3η θέση, περάσαμε με τη βοήθεια και των Σέρβων και πέσαμε στα δόντια της τρομερής Γερμανίας. Στον προημιτελικό παλέψαμε πολύ για την υπέρβαση (υπέρβαση θα ήταν να κερδίζαμε αυτό τον αγώνα, που είχε την εικόνα: Λιοντάρια – Χριστιανοί), τελικά μείναμε στο φινάλε από δυνάμεις και γνωρίσαμε την ήττα. That’s It. Αυτοί ήμασταν φέτος στο Παρίσι. Η ομάδα είχε σπίθα, ενέπνευσε τους Έλληνες φιλάθλους, είχε πολύ όμορφα vibes, είχε όμως και ταβάνι.
Το ταβάνι ήταν συγκεκριμένο, από τη στιγμή που η Ελλάδα είχε δομικά πολλά ζητήματα να αντιμετωπίσει. Δύο ποιοτικούς γκαρντ, πολυεργαλεία (Καλάθης και Ουόκαπ), αλλά με μέτρια ποσοστά στο σουτ, έναν Παπαγιάννη και έναν Μήτογλου, από μέτριους έως κακούς, έναν πάγκο που δεν έδινε λύσεις (Λαρεντζάκης, Χαραλαμπόπουλος, Μωραΐτης, Χουγκάζ ουσιαστικά εκτός rotation) και ένας Γιάννης, μαζί με τον εκπληκτικό φέτος το καλοκαίρι, Παπανικολάου, να κυνηγούν τα απίθανα. Έβλεπες τις υπόλοιπες ομάδες που είχε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα, έβλεπες το βάθος τους και μόλις θύμιζαν “λερναία ύδρα”. Παίζεις με τη Γερμανία, επί παραδείγματι, ξεκινάς με προσανατολισμό να περιορίσεις τον Σρέντερ και τον Φρανζ Βάγκνερ, το κάνεις ιδανικά μέχρι ενός σημείου, και έρχεται ένας ουρανοκατέβατος Μπόνγκα και ο Μόρις Βάγκνερ και σου διαλύουν όλο το αμυντικό πλάνο. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να βρει κάτι τέτοιο, αντιθέτως μόλις έκανε το τρίτο φάουλ ο Γιάννης άρχισαν οι δεήσεις και οι προσευχές, δεν υπήρχε ένας παίκτης να ανοίξει την άμυνα με το περιφερειακό του σουτ και κάπως έτσι, στο φινάλε οι 63 πόντοι που πετύχαμε, είχαν απόλυτη εξήγηση.
Η Ελλάδα δεν απέτυχε που δεν μπήκε στη ζώνη των μεταλλίων των Ολυμπιακών Αγώνων, γιατί πολύ απλά το ταβάνι της δεν ήταν για εκεί. Αποτυγχάνουμε επί σειρά ετών, όχι απλά σε επίπεδο εθνικής ομάδας, αλλά σε επίπεδο φιλοσοφίας μπάσκετ, στο πώς βλέπουμε το άθλημα να εξελίσσεται και να μας ξεπερνάει διαρκώς. Ο Σπανούλης, πιθανότατα θα μείνει για χρόνια στον πάγκο της εθνικής, γιατί αυτή τη στιγμή είναι ό,τι πρέπει, σε θέμα προσωπικότητας και ιδιοσυγκρασίας για να πάρει από το χέρι την ομάδα και να την οδηγήσει στην επόμενη μέρα. Προσέξτε κάτι όμως: Η επόμενη μέρα θα είναι πάρα πολύ δύσκολη και ο “Kill Bill” θα πρέπει να απορροφά κραδασμούς. Και όλα αυτά, γιατί το υλικό που θα έχει να διαχειριστεί, έχει γαλουχηθεί με συγκεκριμένες αξίες και φιλοσοφία, που και τον Στιβ Κερ να φέρναμε να τους κοουτσάρει, δεν θα ήταν και θεαματική η βελτίωση. Γίναμε θύμα των ίδιων των αρχών μας, του σκεπτόμενου μπάσκετ που προσπαθούμε μανιωδώς να υπηρετήσουμε, έστω κι αν ανήκει σε άλλες δεκαετίες και της ατέρμονης επιμονής μας να αρνούμαστε να αντιληφθούμε πως το σύγχρονο μπάσκετ απαιτεί να τα αλλάξουμε όλα. Θες παίκτες να τρέχουν, παίκτες να… το μπουμπουνούν από όπου βρουν, σκόρερ ενστίκτου, παίκτες που μια στο τόσο θα γράφουν στα… παλιά τους τα παπούτσια το σύστημα, ώστε να κάνουν και κάτι “out of the box”. Τόσα χρόνια, παίζουμε ένα πράγμα… copy paste σε όλες τις ηλικίες, σαν να υπάρχει κάποιο πρόστιμο αν κάνεις οτιδήποτε άλλο. Έμφαση στο σύστημα, διάβασμα του παιχνιδιού, να σημαδεύουμε το miss match, να σετάρουμε το τέμπο και από ηλικία των μίνι, αν πάρουμε κάποια επιλογή εκτός από το σύστημα, τότε έχει “τράβηγμα αυτιού”. Γι’ αυτό το λόγο, οι φουρνιές που έρχονται διαμορφώνουν παίκτες επιπέδου Λαυρίου και Καρδίτσας, καλοί για ρολίστες στην Α1, ανεπαρκείς για οτιδήποτε περισσότερο, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις.
Πριν αρχίσουμε πάλι το κράξιμο σε Ομοσπονδίες, προπονητές και παίκτες, πρέπει να βάλουμε μια αρχή στο μυαλό μας, για να πάμε παραπέρα. Το μυθικό Ελλάδα – Σλοβενία, που ακόμα βλέπουμε στο YouTube και… φουσκώνουμε από υπερηφάνεια για το αλύγιστο μπασκετικό μας DNA έγινε το 2007, πριν 17 χρόνια. Το αλησμόνητο Ελλάδα – Γαλλία και το “Βαλ’ το αγόρι μου” έγινε το 2005, πριν 19 χρόνια. Το “έπος της Σαϊτάμα” που βλέπετε και ξαναβλέπετε 5-10 φορές τον χρόνο έγινε πριν 18 χρόνια. Έκτοτε, δεν υπάρχουν και πολλά βίντεο να δείτε με επιτυχίες της Ελλάδας. Ξέρετε γιατί; Γιατί πλέον έχει πάει η σφαλιάρα σύννεφο. Γιατί πλέον το DNA μας δεν έχει καμία, μα καμία σχέση, με την εθνική που βλέπαμε πριν από 15 χρόνια. Δεν ανήκουμε καν στην ελίτ, είμαστε ένα βήμα κάτω από αυτή και θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια, σε όλους τους τομείς, για να γυρίσουμε. Όταν το εμπεδώσουμε και καταλάβουμε πως πλέον δεν υπάρχουν Διαμαντίδης, Σπανούλης, Ζήσης και Παπαλούκας, όταν κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα και δούμε πως και η φουρνιά των Σλούκα, Καλάθη, Παπανικολάου φτάνει στο τέλος της και όταν αντιληφθούμε ότι πίσω τους υπάρχουν πραγματικά πολύ λίγοι αξιόλογοι, ίσως να μπορούμε να πούμε πως κάτι γίνεται, ξεκινώντας να χτίζουμε από το μηδέν.
Υ.γ 1: Κούρασε απίστευτα πολύ μετά από ένα σημείο η τοξικότητα γύρω από το θέμα Ουόκαπ. Οι υποστηρικτές της απόφασης να γίνει Έλληνας ο Τεξανός, προσπαθούν μανιωδώς να μας τον παρουσιάσουν ως τον καλύτερο παίκτη της εθνικής μετά τον Γιάννη, σε βαθμό ασέβειας και ενίοτε υποτίμησης της νοημοσύνης μας. Οι haters του γκαρντ του Ολυμπιακού τον παρουσιάζουν σαν να πήρε η Ελλάδα τον χειρότερο παίκτη της Ευρώπης και πως όλα τα προβλήματα πηγάζουν από τον Ουόκαπ. Ο Αμερικάνος επιλέχθηκε πέρυσι σε μια συγκυρία που ο Ιτούδης γνώριζε πως ο Καλάθης και ο Σλούκας δεν θα πήγαιναν στο Παγκόσμιο και επιπλέον ο τέως Ομοσπονδιακός τεχνικός μας δεν τα είχε καλά με τον Ντόρσεϊ στη Φενέρ. Η επιλογή τότε, με τα κριτήρια που έγινε, ήταν ορθή και έμοιαζε με μονόδρομος. Φέτος, με τα δεδομένα να είναι ελαφρώς αλλαγμένα, ο Σπανούλης τον επέλεξε ξανά αντί του Ντόρσεϊ, που προερχόταν από κάκιστη χρονιά και πρόκειται για έναν παίκτη… ευχή και κατάρα, τόσο στο παρκέ, όσο και στα αποδυτήρια. Αν του χρόνου έχεις επιλογή να κάνεις Έλληνα τον Ναν ή τον Λεμπρόν, τότε δεν νομίζω πως θα επιλεχθεί ξανά ο Ουόκαπ. Αλλά μέχρι τότε, ας εστιάσουμε σε άλλα πράγματα γιατί το πρόβλημα της Ελλάδας ΔΕΝ ήταν ο Ουόκαπ.
Υ.γ 2: Η ιστορία γράφεται πάντα με τους παρόντες. Γίνατε όλοι ορθοπεδικοί και φυσικοθεραπευτές, για να κρίνετε αν ο Σλούκας ψεύδεται που δήλωνε τραυματίας. Λες και ο Σλούκας έχει παίξει σε πολλές Ολυμπιάδες και αποφάσισε φέτος να… σνομπάρει. Μετά γίνατε όλοι ειδικοί και ξέρετε από πρώτο χέρι τι πρόβλημα έχει ο Ρογκαβόπουλος και δεν κατέβηκε. Τον αφορίσατε κιόλας και ζητήσατε να μην κληθεί ξανά. Την ίδια στιγμή όμως, περνάτε γενεές δεκατέσσερις, παιδιά που δεν έχουν χάσει τουρνουά όλα αυτά τα χρονιά και κάθε καλοκαίρι είναι εκεί για την Ελλάδα. Λίγο οξύμωρο, δεν νομίζετε;