Σε μια απολαυστική συνέντευξη στο Sportstherapy.gr, ο Πατρινός ποδοσφαιριστής Τίμος Πατρώνης εξομολογείται στον Αντώνη Παναγόπουλο πράγματα και καταστάσεις από την μέχρι τώρα καριέρα του. Ένας από τους «ξενιτεμένους» Έλληνες ποδοσφαιριστές, μιλάει για τα βιώματά του στην Ελλάδα, την εμπειρία του από τρεις χώρες του εξωτερικού (Η.Α.Ε, Ισλανδία και Σουηδία), ενώ θίγει μερικές από τις παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου και απαντάει για την προοπτική επιστροφής του στα πάτρια εδάφη. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς για την… κατάθεση ψυχής του στο Sportstherapy.gr, στην πρώτη συνέντευξη στα χρονικά του site.
– Πώς είναι η εμπειρία του εξωτερικού για σένα; Ποια χώρα σου αρέσει περισσότερο και τι σου έχει κάνει περισσότερο εντύπωση, σε σχέση με όσα έβλεπες στην Ελλάδα;
Οι ρυθμοί ζωής στο εξωτερικό δεν έχουν σχέση με αυτούς της Ελλάδας και το ίδιο ισχύει και στο ποδόσφαιρο. Θα ξεκινήσω με το Ντουμπάι που έμεινα για σχεδόν 7 μήνες και ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία ζωής που έχω βιώσει. Το Ντουμπάι για εμένα αποτέλεσε ένα σκαλοπάτι για να επιστρέψω στην Ευρώπη, καθώς είναι μια τεράστια αγορά, συνεχώς αναπτυσσόμενη, για νεαρούς ποδοσφαιριστές όπως εγώ. Το μόνο αρνητικό εκεί ήταν ο καιρός, με υπερβολική ζέστη όλο το χρόνο και θερμοκρασίες αρκετά υψηλές για έναν ποδοσφαιριστή. Έπειτα, μια ομάδα της Ισλανδίας αποφάσισε να με αγοράσει για το τελευταίο δίμηνο της σεζόν. Αποφάσισα να μην συνεχίσω εκεί για προσωπικούς λόγους, που έχουν να κάνουν κυρίως με τις συνθήκες ζωής και τις πολικές θερμοκρασίες. Πλέον, βρίσκομαι στη Σουηδία και έχω ταιριάξει κατευθείαν με το κλίμα της, τους ρυθμούς ζωής της. Διαθέτει ένα ποιοτικό και αναγνωρισμένο πρωτάθλημα και για εμένα αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα, ώστε στη συνέχεια να μπορέσω να αγωνιστώ σε μεγαλύτερα πρωταθλήματα της Ευρώπης. Θα έλεγα ότι το ποδόσφαιρο στο εξωτερικό δεν έχει καμία σχέση με αυτό της Ελλάδας. Δεν αναφέρομαι σε αγωνιστικά θέματα, αλλά για τα εξωαγωνιστικά, που έχουν να κάνουν με την οργάνωση των ομάδων και την ποιότητα των ανθρώπων που τις περιβάλλουν. Στο εξωτερικό οι ποδοσφαιριστές ασχολούνται αποκλειστικά με το κομμάτι για το οποίο πληρώνονται, ενώ στην Ελλάδα λόγω των κακών συνθηκών για τους παίκτες, αυτοί αναγκάζονται να ασχολούνται με όλα τα υπόλοιπα και να αφήνουν τελευταίο το ποδοσφαιρικό κομμάτι.
– Έχεις επιλέξει μια καριέρα «ασυνήθιστη» για Έλληνα ποδοσφαιριστή. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε τελικά να «ξενιτευτείς»;
Έπαιξα 3 χρόνια στην Ελλάδα σε επαγγελματικό επίπεδο, σε Παναχαϊκή και Ολυμπιακό Βόλου και είχα αντιληφθεί πως δεν υπάρχουν συνθήκες εξέλιξης, αλλά στασιμότητας. Τα ελληνικά πρωταθλήματα, περισσότερο κακό κάνουν στους Έλληνες, παρά τους βοηθούν. Επιπλέον, οι Έλληνες παίκτες αποτελούν μειοψηφία σε σχέση με τους ξένους, οι ξένοι πάντα αποτελούν προτεραιότητα για τις ομάδες μας και αυτό δυσχεραίνει το δικό μας έργο. Συνεπώς, το εξωτερικό ήταν στο μυαλό μου η μόνη διέξοδος, ώστε να κάνω εκεί όσα δεν μπόρεσα εδώ. Η απόφασή μου σίγουρα εμπεριείχε ρίσκο, όμως ήθελα να κυνηγήσω την τύχη μου και τα όνειρά μου.
– Ως παίκτης της Παναχαϊκής ντεμπούταρες σε ένα γεμάτο γήπεδο απέναντι στον ΠΑΣ Γιάννινα και έπαιξες βασικός στο ΟΑΚΑ κόντρα στον Παναθηναϊκό. Πιστεύεις ότι αυτές οι εμπειρίες σε «μεγάλωσαν» ποδοσφαιρικά;
Αυτά τα δύο παιχνίδια αποτελούν τις πιο δυνατές στιγμές που έχω ζήσει ως ποδοσφαιριστής. Στο παιχνίδι με τον ΠΑΣ, μόλις πάτησα το χορτάρι της Αγυιάς, πραγματικά ανατρίχιασα. Από την άλλη, το όνειρο κάθε 19χρονου είναι να παίξει στο ΟΑΚΑ, απέναντι σε έναν από τους μεγαλύτερους συλλόγους της χώρας, με τηλεοπτική κάλυψη. Το πρεστίζ και το κίνητρο αυτού του αγώνα ήταν τεράστιο για εμάς τους μικρούς. Εμπειρίες που θα κουβαλάω μαζί μου και με μεγάλωσαν, τόσο ποδοσφαιρικά, όσο και πνευματικά και πιστεύω ότι δεν θα ήμουν ο ίδιος Τίμος χωρίς αυτές.
– Η Παναχαϊκή για ποιο λόγο πιστεύεις ότι έχει φτάσει σε τέτοιο τέλμα; Και τι πιστεύεις ότι πρέπει να συμβεί για να ξαναγίνει αυτή που ήταν;
Παρότι η Παναχαϊκή αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα brand name της κατηγορίας και γενικότερο μια από τις παραδοσιακές δυνάμεις της Επαρχίας, υπάρχει μεγάλη απαξίωση γύρω από το όνομά της και πλέον δεν λαμβάνεται ως μεγαθήριο. Κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σημαντικό οι άνθρωποι που περιβάλλουν την Παναχαϊκή και αυτοί που θέλουν τα εμπλακούν σε αυτή, να έχουν γνώση για το τι αντιπροσωπεύει αυτή η ομάδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο και ποιο είναι το πραγματικό της μέγεθος, ώστε να αναλογιστούν ποιες είναι οι ευθύνες τους απέναντί της. Υπάρχει έλλειψη αγνών προθέσεων και αγάπης για την ομάδα, που έχουν παίξει παίξει ρόλο για το σημείο που βρίσκεται τώρα. Είναι μεγάλο κεφάλαιο το θέμα Παναχαϊκή και θέλω να ελπίζω πως σύντομα θα ξεφύγει από το τέλμα.
– Ποια είναι ως τώρα η αγαπημένη στιγμή της καριέρας σου και ποια θα ήθελες να ξεχάσεις;
Έχω περάσει κάμποσες στιγμές στην καριέρα μου, που σίγουρα δεν θα ξεχάσω και θα κουβαλάω για πάντα μαζί μου. Αυτή που θα ξεχωρίσω όμως, είναι ένα ματς για το οποίο μιλήσαμε και νωρίτερα, αυτό με τον ΠΑΣ Γιάννινα στην Αγυιά, σε ένα γήπεδο με πολύ κόσμο, καθώς ήταν και πρεμιέρα της Superleague 2 τη σεζόν 2019-20. Συνδυάστηκε με το γεγονός ότι η οικογένειά μου ήταν στο γήπεδο για να με δει και ήταν μια από τις λίγες φορές που μπόρεσαν να με δουν live, καθώς μετέπειτα έφυγα για το εξωτερικό.
Όσον αφορά τη χειρότερη στιγμή της καριέρας μου, αυτή ήταν ένα χρόνο αργότερα, όταν τέθηκα εκτός ομάδας από τους διοικούντες της Παναχαϊκής, χωρίς καθαρές εξηγήσεις. Συναισθηματικά για εμένα ήταν σκληρό, λόγω του νεαρού της ηλικίας και των εμπειριών που δεν είχα από τέτοιες καταστάσεις. Βέβαια, λίγες μέρες αργότερα, παρουσιάστηκε η ευκαιρία και η προοπτική του Ολυμπιακού Βόλου, στον οποίο και συνέχισα την καριέρα μου.
– Τα σχέδιά σου για το μέλλον; Έχεις στο μυαλό σου να επιστρέψεις κάποια στιγμή στην Ελλάδα; Και αν ναι, κάτω από ποιες συνθήκες;
Το Σουηδικό πρωτάθλημα, στο οποίο αγωνίζομαι αυτή τη στιγμή είναι ένα εξαιρετικό σκαλοπάτι για τα μεγαλύτερα πρωταθλήματα της Ευρώπης, καθώς προωθεί νεαρούς ποδοσφαιριστές για να κάνουν το βήμα παραπάνω. Έτσι είναι η νοοτροπία εδώ, να βγάλουν καλούς παίκτες, να τους πουλήσουν σε μεγάλες ομάδες Ευρώπης, σε μια κατάσταση win – win για τον σύλλογο, από θέμα αναγνωρισιμότητας και εσόδων, αλλά και για τον παίκτη, που ανεβαίνει επίπεδο.
Η Ελλάδα δεν υπάρχει στα άμεσα πλάνα μου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει κιόλας ότι κλείνω πόρτες. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει σε αυτό το χώρο, αλλά δύσκολα θα επέστρεφα στην Ελλάδα. Το μόνο που με εξιτάρει στο να γυρίσω στην Ελλάδα είναι πως θα ήθελα πολύ να ζήσω ένα ελληνικό ντέρμπι ως ποδοσφαιριστής.
– Έχεις την τύχη – ατυχία να προέρχεσαι από μια οικογένεια, η οποία έβγαλε δύο μεγάλους ποδοσφαιριστές. Τον πατέρα σου και τον παππού σου. Σε βαραίνει αυτή η κληρονομιά ή σου δίνει ένα επιπλέον κίνητρο να τους φτάσεις και να τους ξεπεράσεις;
Η αλήθεια είναι ότι έχω ερωτηθεί πολλές φορές για αυτή την κληρονομιά που έχω στις πλάτες μου, καθώς τόσο ο παππούς μου, αλλά κυρίως ο πατέρας μου άφησε στίγμα στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά και στις εθνικές ομάδες. Θα ήταν μεγάλο επίτευγμα και τιμή για εμένα να καταφέρω ό,τι έχει πετύχει ο πατέρας μου, πόσο μάλλον να τον ξεπεράσω. Για μένα πιο πολύ κίνητρο είναι παρά βάρος, γι’ αυτό και έχω θέσει τον πήχη σε τρομακτικά υψηλό σημείο.