Στο παιχνίδι της Παναχαϊκής με τον Γιούχτα, άπαντες έχρισαν τους ”κοκκινόμαυρους” το φαβορί για τη νίκη, επηρεασμένοι από το φίνις που έκαναν οι Πατρινοί στην κανονική διάρκεια της Superleague 2. Επειδή όμως, οι ”Αχαιοί” όσο φορμαρισμένοι κι αν ήταν, όσο κι αν είχαν το ”κοκαλάκι της νυχτερίδας” σε πολλά παιχνίδια, όπου πήραν βαθμούς από το πουθενά, όφειλαν να αντιμετωπίσουν τους Κρητικούς με την δέουσα σοβαρότητα, κάτι που δεν έγινε.
Ο Γιάννης Τάτσης, δικαιούταν μια κακή μέρα προπονητικά και το μεσημέρι της Κυριακής έκανε όλα τα λάθη μαζεμένα. Εκ του αποτελέσματος πάντα, αλλά για να είμαστε και δίκαιοι, το ότι οι ”Αχαιοί” θα δέχονταν πρώτοι γκολ, ήταν κάτι που μύριζε από χιλιόμετρα και δεν συνέβη σε μια τυχαία αντεπίθεση. Η ενδεκάδα που κατέβασε ο Έλληνας τεχνικός δημιούργησε πάρα πολλά ερωτηματικά. Απόντος των Καραγιάννη και Λιοφάγου, οι γηπεδούχοι αναγκάστηκαν να παίξουν με ακραία μπακ δύο παιδιά που δεν είναι η φυσική τους θέση στα άκρα της άμυνας, τον Ολιβέιρα και τον Μασούρα. Επέλεξε στο αριστερό άκρο της επίθεσης τον Μποόνεν και δεξιά τον Τραορέ, αφήνοντας στα χαφ μόνους τους τον Νάστο (κάκιστος απόψε) και τον Προύντζο, οι οποίοι δεν πήραν καμία βοήθεια από τα εξτρέμ. Ο μεν Μποόνεν περπάταγε στον αγωνιστικό χώρο και δεν μπορούσε σε κανένα σημείο να γίνει τρίτος χαφ και να βοηθήσει το κέντρο, ενώ ο Γάλλος εξτρέμ, είναι ένας κλασικός ακραίος επιθετικός γραμμής. Συν τοις άλλοις, ο Τάτσης έπαιξε με δύο φορ (Γαϊτανίδης, Πατρινός), αντί να βάλει έναν εξ αυτών και να κατεβάσει έναν εκ των Ζέκοφ ή Πετράτο στα χαφ, για να πάρει τον έλεγχο στη μεσαία γραμμή. Από την άλλη, ο Ανυφαντάκης έδεσε ”κόμπο” τους Πατρινούς, γεμίζοντας τα χαφ και υπερφορτώνοντας τον άξονα. Έβλεπες σε πολλές περιπτώσεις, από μια απλή απομάκρυνση της μπάλας, να υπάρχουν κοντά στη μπάλα τρεις και τέσσερις πράσινες φανέλες, που έβγαιναν ταχύτατα μπροστά, την ώρα που οι γραμμές της Παναχαϊκής ήταν τρομακτικά ασύνδετες, σε σημείο που θύμιζαν πάρα πολύ έντονα τα παιχνίδια της θητείας Φραντσιόζα. Κάπως έτσι, πετάχτηκε ένα ημίχρονο στα σκουπίδια, ο Γιούχτας βρήκε γκολ με τον Μπρους σε transition κατάσταση και θα μπορούσε να έχει πετύχει και δεύτερο, στο τετ α τετ του Νοικοκυράκη, το σημαντικότερο όμως, σε αντιδιαστολή με άλλες αναμετρήσεις που οι ”ροσονέρι” βρέθηκαν πάλι πίσω στο σκορ, ήταν πως ο αγωνιστικός χώρος αποτύπωνε μια… σκακιέρα, όπου οι Κρητικοί είχαν κάνει ”ματ” στην Παναχαϊκή.
Στο δεύτερο ημίχρονο, η είσοδος του Ζέκοφ, αρχικά, και του Πετράτου στη συνέχεια έκαναν τους ”κοκκινόμαυρους” λίγο πιο εύπεπτους, πιο δημιουργικούς και το κέντρο τους δεν εμφάνιζε πια τα τερατώδη κενά που είδαμε στο Α’ μέρος. Παρόλα αυτά, ο Γιούχτας είχε πια την ψυχολογία, είχε το σκορ υπέρ του και την πολυτέλεια να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, με κύριο μέλημα να μην αφήσει την Παναχαϊκή να πατήσει περιοχή με αξιώσεις, όπερ και έγενετο. Οι Κρητικοί μαζεύτηκαν πίσω, έπαιξαν πολύ έξυπνα στους κενούς χώρους και έμοιαζαν πάντα επικίνδυνοι να κάνουν το 0-2 σε οποιαδήποτε αντεπίθεση και άφησαν τους Πατρινούς να κάνουν εύκολες γιόμες, τις οποίες καθάριζαν τα στόπερ. Ακόμα και το δοκάρι του Ζέκοφ, προήλθε από μια σέντρα σουτ εκτός περιοχής, όχι από κάτι δουλεμένο και οργανωμένο, ενώ είναι ενδεικτικό πως Πατρινός, Γαϊτανίδης και Χριστόπουλος, οι τρεις παίκτες δηλαδή που χρησιμοποιήθηκαν στην κορυφή της επίθεσης, δεν βρήκαν ούτε μια κανονική ευκαιρία μέσα στο ”κουτί”.
Κάπως έτσι, ο Γιούχτας πέρασε από την Αγυιά με τη νίκη και προσγείωσε την Παναχαϊκή στην πραγματικότητα. Κάποιοι ίσως είχαν πιστέψει πως οι ανατροπές θα συνεχίζουν να έρχονται με το… τσουβάλι, πως η φανέλα θα παίρνει τα αποτελέσματα και η παρουσία 5.000 φιλάθλων των ”Αχαιών” θα αρκεί για να δίνει τις νίκες στο σύνολο του Γιάννη Τάτση. Αντί αυτού, μια ομάδα που πολλοί την θεωρούσαν ως τον πιο εύκολο και αδύναμο αντίπαλο, ήρθε στην Αγυιά και όχι απλά κέρδισε, αλλά έκανε μια επίδειξη δύναμης στο χορτάρι, διδάσκοντας στους ”ροσονέρι” με τον πιο σκληρό τρόπο, πως αν δεν μάθουν από το σημερινό στραπάτσο, η παραμονή θα απομακρυνθεί από τα χέρια τους.