Η αλήθεια είναι ότι το timing που επιλέγω να γράψω αυτό το άρθρο ίσως να μην είναι το ενδεδειγμένο, για τον απλούστατο λόγο πως έχουν υπάρξει παιχνίδια την τελευταία διετία που το «σύνδρομο της Λεωφόρου» έχει κάνει πολύ μεγαλύτερο κακό στον Παναθηναϊκό, σε σχέση με το σημερινό ματς. Πόσο οξύμωρο ακούγεται, αλήθεια; Στα χρόνια που οι «πράσινοι» βρίσκονταν στα κάτω τους, η ιστορική τους έδρα αποτελούσε την μοναδική τους σταθερά, το αποκούμπι τους για να επενδύσουν κάπου και να ορθοποδήσουν. Το «Απόστολος Νικολαΐδης» έγινε η αιτία για να ξαναζωντανέψουν οι μνήμες ενός κανονικού Παναθηναϊκού και με την συνδρομή του Ιβάν Γιοβάνοβιτς, το «τριφύλλι» να πατήσει γερά στα πόδια του. Ο πρωταθλητισμός πέρα από την… ευφορία του να διαπιστώνεις πως σιγά σιγά αφήνεις πίσω σου τα χρόνια της ανυπαρξίας, φέρνει μαζί του και κάποιες παθογένειες, που είναι αδύνατο να εξαλειφθούν. Από εκεί που στο γήπεδο πήγαιναν μόνο όσοι είχαν… γερό στομάχι να αντέξουν πως το «τριφύλλι» δεν διεκδικούσε τίποτα, πλέον έχει γίνει μόδα για τους γνωστούς πανηγυρτζίδες… Ακούγεται σκληρό, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό και συμβαίνει σε όλες τις ομάδες: Παραθέτω κάποια ερωτήματα, ρητορικά, για να καταλάβετε τι εννοώ:
– Γιατί ο Παναθηναϊκός όταν έπαιζε με τα «μωρά του Δώνη», το ΟΑΚΑ μάζευε μετά βίας 5-6.000 νοματαίους και τώρα που οι «πράσινοι» πρωταγωνιστούν, δεν προλαβαίνεις να κάνεις refresh στην Ticketmaster για να βγάλεις εισιτήριο;
– Γιατί ο Ολυμπιακός στο μπάσκετ την πρώτη χρονιά του «μέχρι τέλους» έπαιζε σε ένα μισοάδειο γήπεδο και πλέον το ΣΕΦ είναι σχεδόν πάντα sold out.
– Γιατί η ΑΕΚ όταν έπαιζε στο ΟΑΚΑ ήταν ζήτημα να μαζέψει 15-20.000 κόσμο σε κάνα ντέρμπι και πλέον στην «Opap Arena» κάθε παιχνίδι της είναι sold out.
Μαζί με τον πρωταθλητισμό, έρχεται και η γκρίνια, ίσως και οι υπερβολικές αξιώσεις από μια ομάδα με συγκεκριμένες δυνατότητες. Γυρνώντας σε αυτό που ανέφερα για τη Λεωφόρο, νιώθω πως όλος αυτός ο ενθουσιασμός σιγά σιγά γυρνάει μπούμερανγκ. Ο κόσμος του Παναθηναϊκού τον πρώτο ενάμιση χρόνο επί Γιοβάνοβιτς, συνήθισε να υπάρχει μια καλπάζουσα και πέραν των προσδοκιών βελτίωση, που όπως φαίνεται στο ζύγι, μια μερίδα του κόσμου, δεν κατάφερε να την διαχειριστεί. Την πρώτη χρονιά, Κύπελλο και έξοδος στην Ευρώπη, τη δεύτερη σεζόν οι «πράσινοι» είχαν φτάσει στο +8 από τη δεύτερη ΑΕΚ και στο μυαλό πολλών φίλων του Παναθηναϊκού, ο συγκεκριμένος προπονητής και το συγκεκριμένο γκρουπ παικτών, ήταν υποχρεωμένοι πάντα να κερδίζουν, ήταν υποχρεωμένοι πάντα να βρίσκουν τον τρόπο να βγαίνουν αλώβητοι από τις δυσκολίες, να τα βάζουν με τους πάντες και να βγαίνουν πάντα νικητές. Οτιδήποτε διαφορετικό, ήταν έτοιμοι να το βαπτίσουν «αποτυχία». Αγνοώντας ότι στην εξίσωση, πέρα από τον Παναθηναϊκό του… μάγου Γιοβάνοβιτς, υπήρχε μια ΑΕΚ που έπαιζε αδιανόητο ποδόσφαιρο, ένας Ολυμπιακός που παρά τις ανορθογραφίες ξεχείλιζε από ποιότητα, ένας ΠΑΟΚ με σταθερό κορμό και εξαιρετικό προπονητή.
Όταν άρχισαν πέρυσι οι πρώτες κακές εμφανίσεις, άρχισε και μια άνευ προηγουμένου και πέραν κάθε λογικής μουρμούρα. Μουρμούρα για συγκεκριμένους παίκτες, μίρλα όταν η μπάλα γύριζε πίσω και η ομάδα δεν έπαιζε γρήγορα, μια πρωτοφανής μιζέρια και ένα γήπεδο που αντί να βράζει προς όφελος του Παναθηναϊκού και να σπρώχνει την ομάδα προς τη νίκη, να γίνεται 12ος παίκτης και να βάζει τον αντίπαλο στα αντίπαλα καρέ, έμοιαζε να μετατρέπεται σε «θηλιά» στο λαιμό, σε βαρίδι στα πόδια των παικτών του Παναθηναϊκού.
Υπήρχαν παιχνίδια όπως το ματς με τον Βόλο πέρυσι στα Play Offs, που μετά το ημίχρονο, αφού δεν ήρθε το γρήγορο γκολ, υπήρχε ένα vibe στις κερκίδες σαν να χάνουν οι «πράσινοι» 0-3. Δεν αναφέρομαι φυσικά σε όλους, δεν διαχωρίζω οργανωμένους και μη, μιλάω όμως για το πέραν κάθε προηγουμένου «αχ και βαχ», σε κάθε λάθος κοντρόλ, κάθε άστοχο σουτ, κάθε κακή επιλογή. Υπήρχαν αγώνες που οι «πράσινοι» φαινόταν ότι ΔΕΝ θα τα κέρδιζαν γιατί η συνολική αύρα που εισέπραττε κανείς, είναι ακριβώς αυτό. Ένας κόσμος πιο αγχωμένος από την ομάδα, που άγχωνε τους παίκτες του Ιβάν Γιοβάνοβιτς, μια μερίδα οπαδών που δεν άντεχε να διαχειριστεί τα πεπραγμένα και τα κατορθώματα του Σέρβου τεχνικού και των παικτών του. Η κορωνίδα όσων αναφέρω, είναι τα δύο παιχνίδια με ΑΕΚ και ΠΑΟΚ, μέσα σε 3 ημέρες στα περσινά Play Offs. Ψυχικά, μια μεγάλη μερίδα όσων έδωσαν το παρών σε αυτά τα ματς έδινε την εντύπωση πως δεν πήγε εκεί για τη στήριξη. Πήγε για το meme, για το story από τα επινίκια (αν αυτά υπήρχαν) και όχι για να βοηθήσει πραγματικά την ομάδα και τον προπονητή. Άλλωστε η κερκίδα της Λεωφόρου απέκτησε ξαφνικά χιλιάδες προπονητές, με πολύ καλύτερες γνώσεις από τον Γιοβάνοβιτς και το «βάλε αυτόν, βγάλε αυτόν», έγινε κομμάτι της νοοτροπίας.
Για να πάμε και λίγο στο φέτος, αξίζει κανείς να δει τις αντιδράσεις του κόσμου όταν η Ντνίπρο ισοφάρισε στη Λεωφόρο. Ξαφνικά, τα «στη Μασσαλία ερχόμαστε» κόπηκαν μαχαίρι, ακολούθησε νεκρική σιγή στο γήπεδο, σαν να έχασε η ομάδα (ενώ οι Ουκρανοί ήθελαν άλλα 3 γκολ για να περάσουν) και όλο αυτό το άγχος μεταδόθηκε ξανά και στους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι λίγο έλειψε να χύσουν την καρδάρα με το γάλα και να μείνει ο Παναθηναϊκός εκτός συνέχειας. Στα δύο τελευταία ντέρμπι, φάνηκε ακριβώς αυτό που λίγο – πολύ όλοι έχουν διαπιστώσει πλέον. Η πίεση για το αποτέλεσμα, ο τρόπος που χάθηκε το περσινό πρωτάθλημα, το άγχος για τον πρωταθλητισμό, έχουν μετατρέψει τη Λεωφόρο σε μια «θηλιά», η οποία πνίγει τους παίκτες και δεν αποδίδουν όπως θα έπρεπε, στα παιχνίδια που υπάρχει ένα μεγάλο «πρέπει» και ο αντίπαλος είναι αξιόλογος.
Υ.γ: Στο γήπεδο δεν ισχύει πάντα το ρητό «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Είναι απόλυτα σεβαστό κάποιος που δίνει το υστέρημά του για τον Παναθηναϊκό να έχει απαιτήσεις, αλλά στην πραγματικότητα η ομάδα του Ιβάν Γιοβάνοβιτς εδώ και δυόμιση χρόνια τρυπάει συνεχώς τις προσδοκίες και των πιο αισιόδοξων οπαδών. Αν για κάποιους το «back to normality» δεν ήταν εύπεπτο και περιμένουν να δουν την Μάντσεστερ Σίτι στο χορτάρι της Λεωφόρου, καλό θα ήταν να βάλουν βιντεάκια από αγώνες της εξαετίας 2016-2021, για να μπει το μυαλό ξανά στη θέση του.