Mια ακόμα σεζόν για τον Παναθηναϊκό παρήλθε με μίζερα, μουντά και αδιάφορα συναισθήματα. Όπως δηλαδή συμβαίνει τα τελευταία 14 χρόνια, με κάποιες φωτεινές και περισσότερες σκοτεινές εξαιρέσεις. Η ουσία είναι μία: Πρωτάθλημα γιοκ για 14η σερί χρονιά, όλα τα υπόλοιπα είναι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Η χρονιά κρίνεται αποτυχημένη, υπό το πρίσμα πως δεν κατακτήθηκε κάποιος ευρωπαϊκός τίτλος, υπήρξαν όμως και δυνατές στιγμές. Υπήρξε μια πρόοδος στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, με το ”τριφύλλι” να βελτιώνει αισθητά τη θέση του στο Ranking και να πετυχαίνει κάποιες σημαντικές μεμονωμένες νίκες (Άγιαξ, Λανς, Φιορεντίνα), ενώ η 2η θέση και η συμμετοχή στα προκριματικά του Champions League γεννάει ένα ”παράθυρο” ευκαιρίας. Οι ”πράσινοι” στο αντίο αυτής της μίζερης σεζόν, τίμησαν και τον Κάρλος Ζέκα, ο οποίος κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Και το γεγονός αυτό, στάθηκε και η αφορμή να γίνει αυτό το κείμενο, όσο ωμό και δυσάρεστο μοιάζει σε κάποιους.
Αρχικά, για να μην παρεξηγηθώ, ο Ζέκα ήταν ένας παίκτης που τιμούσε στο χορτάρι κάθε ευρώ που έπαιρνε και με το παραπάνω. Αγάπησε τον Παναθηναϊκό, μόχθησε για το ”τριφύλλι” και αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Ήταν ένας μέτριος ποδοσφαιριστής, ο οποίος κάποιες φορές υπερέβαινε τον εαυτό του, ”σκύλιαζε” και μάτωνε τη φανέλα και φαινόταν καλύτερος από ό,τι είναι. Ή μάλλον, για να το πιο απλά, με την κατάθεση ψυχής στο χορτάρι, μπορούσε κάποιες φορές να υπερκαλύψει τα τρανταχτά μειονεκτήματά του. Δεν είχε προσωπική φάση, δεν είχε τρίπλα, δεν είχε καλό σουτ, δεν ήσουν ποτέ σίγουρος όταν ο Ζέκα πάσαρε στο ένα μέτρο πως θα το κάνει σωστά, όμως με τούτα και με κείνα, κατάφερνε με τα χιλιόμετρα που κατάπινε να γίνεται απαραίτητο γρανάζι στην ενδεκάδα. Όχι όμως σε ομάδες πρωταθλητισμού. Ο Ζέκα συνδέθηκε με το ξεκίνημα μιας μαύρης εποχής για τους ”πράσινους”, μιας εποχής που μέχρι και σήμερα που ο Πορτογάλος είπε το ”αντίο”, ο Παναθηναϊκός δεν κατάφερε να ξεφύγει από την κατάσταση που περιήλθε πριν 14 χρόνια. Το να πω ότι στο πρόσωπο του Ζέκα αντανακλάει όλη η ”Αλαφουζίλα”, το σκέφτηκα για να είμαι ειλικρινής, δεν θα το κάνω όμως, γιατί ο συγκεκριμένος παίκτης ίδρωσε αυτή τη φανέλα με το παραπάνω, ώστε να αποχωρήσει με μια τέτοια στάμπα. Αν και, τον ατελείωτο ιδρώτα που έχει χύσει ο συγκεκριμένος παίκτης, με την ακούραστη φιγούρα του να βρίσκεται παντού στο χορτάρι, θα έπρεπε να τον σκεφτεί διπλά και τριπλά ο ίδιος, κάθε φορά που έδειχνε – φανερά και υπόγεια – την αγάπη του προς τον ιδιοκτήτη. Ενός ιδιοκτήτη, που ο ίδιος ο κόσμος έχει αποδοκιμάσει με κάθε τρόπο. Τέλος πάντων, ας είναι καλά ο Κάρλος, ο καθένας μπορεί να τον θυμάται όπως θέλει, αυτό πάντως που δεν αμφισβητείται είναι πως αποχώρησε όπως του άξιζε ή έστω όπως ο ίδιος θα επιθυμούσε. Παίζοντας, γνωρίζοντας το χειροκρότημα από τον κόσμο των ”πράσινων”.
Στα δικά μου μάτια, σήμερα έκλεισε ο κύκλος ενός πολύ μεγαλύτερου, πολύ πιο εμβληματικού παίκτη για τον Παναθηναϊκό. Το ”αντίο” του Μπαρτ Σένκεφελντ – θα έπρεπε – να έχει τεράστια συναισθηματική αξία, θα έπρεπε να πέσει το ΟΑΚΑ για να αποθεωθεί ο Ολλανδός σήμερα. Ο Σένκεφελντ δεν ήταν ένας μέτριος ή γκελαδόρος στόπερ. Ήταν ένα εκπληκτικός σέντερ μπακ, ο οποίος από τη μέρα που πάτησε το πόδι του στο ”τριφύλλι”, τη σεζόν 2019-20 και την πρώτη του εμφάνιση σε ένα Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός 1-1, τον Σεπτέμβριο του 2019, έγινε βασικός και αναντικατάστατος και θεωρούταν ένα από τα καλύτερα στόπερ του πρωταθλήματος. Σε χρονιές που οι ”πράσινοι” δεν πήγαιναν για τίποτα, σε χρονιές που το ρόστερ είχε τρανταχτές αδυναμίες και απίστευτες ελλείψεις, υπήρχε ένας παίκτης που έλεγες πως μπορούσε κάλλιστα να σταθεί σε ομάδες πρωταθλητισμού. Και αυτός ήταν ο Ολλανδός. Ένας παίκτης που ταίριαζε σε κάθε πιθανό δίδυμο που δημιουργήθηκε στο μέλλον, με εκείνον να αποτελεί την αρχή και το τέλος. Είτε ο παρτενέρ λεγόταν Πούγγουρας, είτε λεγόταν Σάρλια ή Πούγγουρας, είτε λεγόταν Βέλεθ ή Μάγκνουσον, είτε λεγόταν Γεντβάι, είτε λεγόταν Μαυρομάτης ή Σιδεράς. Ο Σένκεφελντ πάντα είχε την τάση να κάνει συμπαίκτες του να μοιάζουν καλύτεροι από ό,τι είναι. Και με εκείνον να είναι πάντα εκεί, μένοντας στυλοβάτης στα χειρότερα χρόνια των ”πράσινων”, ήρθε και η ακμή με τον Γιοβάνοβιτς, εκείνος όμως δεν το… κουνούσε από τη θέση του. Με δικό του γκολ το 2022 στο Φάληρο σφράγισε την επιστροφή του Παναθηναϊκού στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, με δικό του νικητήριο πέναλτι έστειλε το ”τριφύλλι” στους ”4” του Κυπέλλου Ελλάδος έπειτα από το συγκλονιστικό περσινό προημιτελικό με τον Ολυμπιακό, όντας ήδη παραγκωνισμένος, ο ίδιος από το ναδίρ το 2019 και του 2020, έφτασε στην κατάκτηση 2 κυπέλλων, σε συμμετοχή στην Ευρώπη και στη διεκδίκηση πρωταθλημάτων. Και όλα αυτά, όντας ένα πραγματικό κόσμημα στον αγωνιστικό χώρο.
Ο Σένκεφελντ μετά την αποπομπή Γιοβάνοβιτς αποδομήθηκε από όλους τους ”χρήσιμους ηλίθιους”. Μόνο που για τον συγκεκριμένο παίκτη, η αποδόμηση ήρθε με έναν χυδαίο και παντελώς άκομψο τρόπο. Φτάσαμε σε σημείο να συζητάμε για την σεξουαλικότητα του παίκτη, φτάσαμε σε σημείο να χλευάζουμε κάθε φορά που σήκωνε το σορτσάκι, με άκρως υποτιμητικά σχόλια, φτάσαμε σε σημείο κάθε φορά που κάνει ένα λάθος να ξεχνάμε όλα όσα έχει προσφέρει και να αναφερόμαστε σε εκείνον, σαν να πρόκειται για ένα στόπερ… της σειράς. Σήμερα θα ήταν το τελευταίο του παιχνίδι, θα μπορούσε – κι ας ήταν τραυματίας – να βρεθεί στην αποστολή και να παίξει κι αυτός ένα λεπτό, να πάρει και αυτός ένα τελευταίο χειροκρότημα και να αποχωρήσει και εκείνος όπως του αρμόζει. Αντιθέτως, παρακολούθησε το ματς ”βουβά”, όπως ”βουβά” πονούσε με τα πεπραγμένα στην ομάδα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Όπως βουβά πονούσαν κι άλλοι (Ρούμπεν Πέρεθ βλέπε) και για αυτό το λόγο δεν πήραν ποτέ το standing ovation που άξιζαν. Γιατί η ΠΑΕ Παναθηναϊκός και όλοι οι αυλικοί της, επέλεξαν να κάνουν πως αυτοί οι παίκτες δεν υπήρξαν ποτέ…