Για πρώτη φορά μετά τη σεζόν 2019-2020, ο Παναθηναϊκός θα αγωνιστεί στα playoff της Euroleague, και μάλιστα με τον τίτλο του φαβορί, πράγμα που είχε να συμβεί ακόμα περισσότερα χρόνια. Αντίπαλός του θα είναι η Μακάμπι, που τερμάτισε 7η στην κανονική διάρκεια και υπερασπίστηκε τη θέση της στο play-in. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό ντέρμπι της σύγχρονης ιστορίας του ευρωπαϊκού μπάσκετ, το οποίο σε περιβάλλον playoff μπορεί να μας δώσει πολύ ενδιαφέροντα παιχνίδια.
Προτού αναλύσουμε το ζευγάρι, μπορούμε να πούμε πως δίχως αμφιβολία, οι “πράσινοι” είναι το φαβορί. Έχουν το πλεονέκτημα έδρας, απέναντί τους θα βρουν μία ομάδα που δεν αγωνίζεται στην καυτή της έδρα, ενώ έχουν δείξει σε βάθος 34 αγωνιστικών, πως είναι καλύτερη ομάδα. Όπως δεν μπορούν να αμφισβητηθούν τα παραπάνω, φυσικά, έτσι μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως η “ομάδα του λαού” θα δώσει τη μάχη της. Διαθέτει παίκτες με μεγάλη ποιότητα, υπάρχουν πράγματα που κάνει πολύ καλά στο παρκέ και δε θα αποτελέσει εύκολη λεία για το σύνολο του Ergin Ataman.
Μία από τις σημαντικότερες πτυχές αυτού του ματσαρίσματος, αν όχι η σημαντικότερη, είναι αναμφισβήτητα ο ρυθμός. Ο Παναθηναϊκός και η Μακάμπι είναι δύο ομάδες που έχουν διαφορετική προσέγγιση στο παιχνίδι, με το “τριφύλλι” να επιζητά τον έλεγχο, ανεβάζοντας τον αριθμό των κατοχών μόνο όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές και για μικρά διαστήματα, την ώρα που οι Ισραηλινοί τρέχουν ασταμάτητα. Αυτό μπορεί να είναι ευχή και κατάρα, αφού οι παίκτες του Kattash είναι αποτελεσματικοί μόνο όταν μπορούν να ανοίξουν το ρυθμό, αλλά παράλληλα είναι πολύ δύσκολο να περιοριστούν όταν το κάνουν. Για αυτό είναι ακόμα πιο κομβικός ο ρόλος του Σλούκα. Ο διεθνής guard, πέρα από τα πολλά που προσφέρει στο παρκέ στο επιθετικό κομμάτι, είναι και ένας από τους καλύτερους παίκτες στη Euroleague σε ό,τι αφορά στον έλεγχο του ρυθμού. Βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση τελευταία, είναι ο πιο έμπειρος παίκτης του ρόστερ σε επίπεδο playoff και ένα από τα κλειδιά της σειράς.
Φυσικά, ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος που βάζει η Μακάμπι σε κάθε αντίπαλό της, αφορά στο δίδυμο των guard. Οι Brown και Baldwin, πέραν της τεράστιας ποιότητας που διαθέτουν, αλληλοσυμπληρώνονται ως ένα βαθμό. Ο πρώτος έχει ισορροπία ανάμεσα σε δημιουργία και εκτέλεση, ενώ ο δεύτερος λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά ως σκόρερ, χτυπώντας τους αδύναμους αμυντικούς των αντιπάλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ματς που έχασαν οι “πράσινοι” στο Βελιγράδι, στο κλείσιμο του οποίου ο παίκτης του Grigonis κάνει screen στον αμυντικό του Baldwin, για να πάρει ο τελευταίος την αλλαγή και να επιτεθεί στο Λιθουανό. Επίσης, το pick and roll είναι βασικό όπλο και για τους δύο, με την αντιμετώπιση που θα επιλέξει ο Ataman, να είναι ένα σημαντικό σημείο για τη σειρά. Αμφότεροι έχουν μία σχετική αδυναμία στο μακρινό σουτ μετά από ντρίμπλα, αλλά είναι εξαιρετικά πιθανό ο Τούρκος τεχνικός να επιλέξει επιθετικές άμυνες, ώστε να κουράσει και να φθείρει τον Brown και να αναγκάσει σε λάθη τον επιρρεπή Baldwin, που φέτος δείχνει πιο ώριμος από ποτέ, βέβαια. Επιπλέον, καθοριστικής σημασίας θα είναι και η κατάσταση του Grant, που θα κληθεί να αναλάβει δύσκολες αμυντικές αποστολές, ενώ ταλαιπωρείται από ενοχλήσεις εδώ και δύο εβδομάδες περίπου.
Η παραπάνω ιδέα, βέβαια, προϋποθέτει πως υπάρχει πλάνο και τρόπος να αποφύγει να παίξει πάνω από 30 λεπτά ο Lessort. Ο Γάλλος παίζει hedge όλη τη σεζόν ουσιαστικά, γεγονός που του έχει κοστίσει πολύ σε ενέργεια στα τελευταία λεπτά των παιχνιδιών. Εδώ έρχεται στην κουβέντα ένα ακόμα σημείο-κλειδί για τη σειρά, που είναι το “πράσινο” rotation. Ο Παναθηναϊκός έχει παίξει σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της σεζόν με μικρό rotation, πράγμα που συνέβη κυρίως από ανάγκη, αφού υπήρχε ένας συνδυασμός τραυματισμών και κακής απόδοσης ορισμένων παικτών. Αυτό δείχνει να αλλάζει τις τελευταίες εβδομάδες, αφού οι Παπαπέτρου και Hernangomez έχουν βρει ρυθμό και ο Αντετοκούνμπο δίνει κάποιες λύσεις από τον πάγκο. Ασφαλώς, σε περιβάλλον playoff το λογικό είναι να κλείνει το rotation, όμως απέναντι σε μία ομάδα με την αθλητική ικανότητα των Ισραηλινών, είναι σημαντικό να διατηρηθούν όσο πιο ψηλά γίνεται τα επίπεδα ενέργειας.
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους προσπαθεί η Μακάμπι να επιβάλει το ρυθμό της, είναι κερδίζοντας τη μάχη των κατοχών. Πρόκειται, μακράν της δεύτερης, για την πιο ικανή ομάδα στο επιθετικό rebound, αφού ανανεώνει την κατοχή της στο 36%(!) των άστοχων σουτ της. Ενδεικτικά, η Μπαρτσελόνα που είναι δεύτερη σε αυτή την κατηγορία, παίρνει επιθετικό rebound στο 33,8% των άστοχων προσπαθειών της. Επίσης, το σύνολο του Kattash κάνει εξαιρετική δουλειά στο να αναγκάζει σε λάθη τους αντιπάλους του, χάρη στα εξαιρετικά σωματικά προσόντα που έχουν σχεδόν όλοι οι παίκτες του. Ο Παναθηναϊκός από την άλλη είναι αρκετά επιρρεπής σε απώλειες κατοχής σε όλη τη σεζόν. Η προστασία της μπάλας είναι σημείο-κλειδί για τη σειρά επομένως, αφού μπορεί να αποφέρει πολλαπλά οφέλη για τους “πρασίνους”. Συγκεκριμένα, κρατώντας χαμηλά τα λάθη τους, θα μπορέσουν να εκμεταλλευθούν την προβληματική αμυντική λειτουργία της Μακάμπι, ιδίως στην πίσω ζώνη, και παράλληλα θα της κόψουν το transition, που αποτελεί, το δυνατό της σημείο.
Όπως και τα λάθη, έτσι και το αμυντικό rebound, έχει αποτελέσει πρόβλημα για το “τριφύλλι” κατά τη διάρκεια της σεζόν. Ωστόσο, στα κρίσιμα παιχνίδια του φέτος, δεν είχε τόσο άσχημη επίδοση στο κομμάτι αυτό. Παράλληλα, απέναντι στην “ομάδα του λαού”, θα έχει την ευκαιρία να αντισταθμίσει κάποια από τα rebound που νομοτελειακά θα χάσει, αφού πρόκειται για μία από τις χειρότερες ομάδες στον τομέα αυτό. Ενδεικτικά θα υπενθυμίσουμε το ματς μεταξύ των δύο στο Βελιγράδι, στο οποίο οι “πράσινοι” είχαν πάρει 20(!) επιθετικά rebound, όσα μάζεψαν και στην άμυνα. Η αδυναμία αυτή φέρνει την ήδη προβληματική άμυνα της Μακάμπι σε ακόμα πιο δεινή θέση, αφού δίνει στους αντιπάλους πολλές δεύτερες ευκαιρίες και παράλληλα δεν της επιτρέπει να επιβάλλει το γρήγορο ρυθμό που τη βολεύει.
Φυσικά, όταν υπάρχουν κυρίαρχα guard που λειτουργούν εξαιρετικά στο pick and roll, όπως ο Σλούκας από τη μία μεριά και ο Brown από την άλλη, καθώς και δύο εξαιρετικά προικισμένοι σκόρερ όπως ο Nunn και ο Baldwin, σημαντικό μέρος της δράσης μεταφέρεται στην αδύνατη πλευρά. Εκεί συναντούμε δύο πολύ διαφορετικούς παίκτες, που δείχνουν πως έχουν τρόπο να εκθέσουν ο ένας τον άλλο στην άμυνα. Ο λόγος για τους Grigonis και Colson. Ο Λιθουανός είναι επί της ουσίας ένα ψηλό guard , που με τη σκληράδα που δείχνει φέτος μπορεί να αγωνιστεί ως “3”, ενώ ο Αμερικανός είναι πιο κλασικό forward, με παιχνίδι κυρίως χωρίς την μπάλα και περισσότερο μέγεθος. Αμφότεροι έχουν την εκτέλεση ως προτεραιότητα, με τον παίκτη του Παναθηναϊκού να λειτουργεί περισσότερο με την μπάλα στο πάτωμα, την ώρα που ο απόφοιτος του Notre Dame χτυπάει περισσότερο στα rebound. Την τελευταία φορά που τέθηκαν αντιμέτωποι, ο Grigonis δεν είχε βρεθεί σε καλή μέρα εκτελεστικά, ενώ δεν είχε και τις σωστές αποφάσεις με την μπάλα στα χέρια. Στην άλλη μεριά του παρκέ, ο Baldwin τον είχε σημαδέψει με πολύ μεγάλη επιτυχία, πράγμα για το οποίο ο Ataman πρέπει να βρει αντίδοτο. Αξίζει να σημειώσουμε, ωστόσο, πως στην αδύνατη πλευρά με τον Colson δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα ο Λιθουανός.
Η άνοδος του Hernangomez είναι σίγουρα πολύ θετική για τον Παναθηναϊκό, ειδικά ενόψει του ματσαρίσματος με τους πρωταθλητές του Ισραήλ. Ο Ισπανός forward προσφέρει στον προπονητή του την ευχέρεια να δοκιμάσει διαφορετικά σχήματα, πέραν του ότι κάνει πιο εύκολο το rotation. Η ικανότητά του στην άμυνα δίνει μία ακόμα λύση στο μαρκάρισμα των Brown και Baldwin πέραν του Grant, καθώς και μία άλλη διάσταση στην άμυνα με αλλαγές που δεδομένα θα επιστρατεύσει κάποια στιγμή ο Ataman. Στο Βελιγράδι τον είχε δοκιμάσει πάνω στους δύο Αμερικανούς, όμως δεν απέτρεψε το σημάδι στον Grigonis. Ωστόσο, ο Τούρκος μπορεί να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά. Στην άλλη μεριά του παρκέ, η παρουσία του Hernangomez φυσικά δίνει τη δυνατότητα στον Μήτογλου να παίξει ως center, ανοίγοντας χώρους σε διατάξεις “five-out” και διευκολύνοντας την επίθεση της ομάδας συνολικά. Επίσης, η έξυπνη κίνηση του Ισπανού χωρίς την μπάλα μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα στην αδύνατη πλευρά για τη Μακάμπι, αλλά και στα rebound.
Η σειρά ανάμεσα σε Παναθηναϊκό και Μακάμπι μπορεί να γίνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, με πολλές εναλλαγές συναισθημάτων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως και οι δύο ομάδες δείχνουν ικανές να “σπάσουν” την έδρα του αντιπάλου τους. Το σύνολο του Kattash διαθέτει ποιοτικούς Αμερικανούς, που δείχνουν πως δεν επηρεάζονται από έδρες, ενώ από την άλλη μεριά οι “πράσινοι” είναι από τις καλύτερες ομάδες της Euroleague στα εκτός έδρας παιχνίδια και ουσιαστικά θα κληθούν να παίξουν σε ουδέτερο γήπεδο τα ματς της σειράς που θα είναι μακριά από το ΟΑΚΑ. Ένα ΟΑΚΑ στο οποίο έχουν λυγίσει σχεδόν όλοι οι μεγάλοι αντίπαλοι φέτος και δίνει αναμφίβολα σημαντικό πλεονέκτημα.
Προσθέστε στα παραπάνω και το μικρό “beef” που έχει προκύψει ανάμεσα σε Nunn και Baldwin για το ποιος είναι ο πιο προικισμένος επιθετικά παίκτης της λίγκας και έχετε ένα μείγμα ικανό να δώσει όμορφα ματς, με πολλή ένταση και όλα όσα κάνουν τα playoff τόσο όμορφα για το μπάσκετ. Και φυσικά, η ελληνική ομάδα έχει τον πρώτο λόγο, δίνοντάς μας έναν ακόμα λόγο να περιμένουμε πώς και πώς να ξεκινήσει η σειρά.