Πέρασαν περίπου 7 μήνες από το Final 4 του Κάουνας, από το απίστευτο ματς του Ολυμπιακού με αντίπαλο την Μονακό, από το περίφημο 27-2 του Γ’ δεκαλέπτου, το οποίο αργότερα έγινε αντικείμενο σχολιασμού, συζήτησης και διαφωνιών, μεταξύ των… Sloukas lovers και των Sloukas Haters. Γιγαντώθηκε δε, όταν ο Έλληνας γκαρντ πήρε την απρόσμενη απόφαση να πάει στον Παναθηναϊκό. Βλέπετε, το περίφημο 27-2 έγινε ΧΩΡΙΣ τον Κώστα Σλούκα στο παρκέ και αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να προκαλέσει έναν ”πόλεμο” στο Twitter για τον εάν ο 33χρονος (σε έξι μήνες από τότε 34) Έλληνας σταρ, ήταν αρκετός για να φοράει τον μανδύα του ηγέτη. Αν αξίζει αυτός τα 1,7 εκατομμύρια, με τα οποία αμειβόταν ή αν έπρεπε τα λεφτά του Σλούκα να τα πάρει άλλος, με το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης να κινείται γύρω από την χρησιμότητα και την πολυσύνθετη παρουσία του Ουόκαπ, σε αντίθεση με τον Σλούκα. Πέρασε ο καιρός (και μου λείπουν τα μάτια σου, που λέει και ο Καρράς) και οι ”ερυθρόλευκοι” πλέον δεν έχουν Σλούκα. Γνωστά τα όσα ακολούθησαν το καλοκαίρι, συντονισμένη η προσπάθεια παντελούς απομυθοποίησης του ηγέτη της περιφέρειας των Πειραιωτών και πλέον φτιάχτηκε μια ομάδα, που μετέβαλλε το κέντρο βάρους της, απαρτιζόμενη από μαχητές, στρατιώτες, πεζοναύτες και παιδιά που δεν γκρινιάζουν για τον χρόνο συμμετοχής τους και δεν δημιουργούν προβλήματα στα αποδυτήρια.
Σε ερώτηση για το εάν φέτος ο Ολυμπιακός θα μπορούσε να επαναλάβει ένα σερί 27-2 επί της Μονακό σε ημιτελικό Final 4, η απάντηση είναι ”ναι”. Δυστυχώς όμως, αν και όσοι απομόνωσαν τον ημιτελικό με τους Μονεγάσκους είχαν δίκιο για τη μη επιδραστικότητα του Σλούκα στο παιχνίδι εκείνο, παράλληλα ξέχασαν ότι για να φτάσεις σε σημείο να κάνεις το τέλειο δεκάλεπτο σε έναν ημιτελικό Final 4, πρέπει πρώτα να φτάσεις εκεί. Και για να φτάσεις εκεί, πρέπει να ξέρεις να κλείνεις παιχνίδια σε έναν… μαραθώνιο 34 αγωνιστικών, πρέπει να έχεις παίκτες ”εγκεφάλους”, που να σε βγάζουν ασπροπρόσωπους στις 5-10 κατοχές κάθε αγώνα, που έχουν ειδική βαρύτητα, θες έναν γκαρντ που να είναι decision maker υψηλού επιπέδου και να έχει usage παίκτη – ντίβας και όχι παίκτη – ρολίστα. Το να μπουν πέντε παίκτες ”κομάντο” για 10 λεπτά να παίξουν άμυνα υψηλού επιπέδου, να βγάλουν ενέργεια που θα τσακίζει κόκαλα και να… δαγκώνουν καρωτίδες, κάποιες φορές μέσα στη σεζόν μπορείς να το κάνεις. Το να έχεις συνέπεια και σιγουριά, ασφάλεια και ποιότητα, όταν η μπάλα ”καίει”, είναι κάτι που δεν μπορείς εύκολα να βρεις. Και ο Ολυμπιακός φέτος δεν το έχει βρει και για αυτό το λόγο… πίνει θάλασσα, ακόμα και σε παιχνίδια που μοιάζουν δικά του.
Κάποιοι περίμεναν ότι με μεγαλύτερο σταρ τον προπονητή του, ο Ολυμπιακός θα μπορούσε να κάνει πορεία εφάμιλλη με των δύο τελευταίων χρόνων, βαπτίζοντας το κρέας ψάρι. Δίνοντας στον Ουόκαπ υπερβολικά πολλές αρμοδιότητες (με τον Τεξανό γκαρντ να έχει σκάσει), χρίζοντας τον Γκος αντί – Σλούκα, και περιμένοντας από παίκτες όπως ο Κάναν και ο Πίτερς να κάνουν το μεγαλύτερο step up της καριέρας τους. Και αν το τελευταίο έχει συμβεί σε ένα βαθμό (ειδικά στην περίπτωση του Πίτερς), οι δύο πρώτες ιδέες ήταν εγκληματικές. Ο Γκος, που για κάποιο λόγο στο ματς με την Μπολόνια αποφασίστηκε να κλείσει το ματς, μαζί με τον Ουόκαπ που ήταν και αυτός σε κάκιστη μέρα, δεν πήραν ούτε μισή σωστή απόφαση όταν η μπάλα έκαιγε. Ό,τι έκανε ο Ολυμπιακός στο Β’ ημίχρονο, ήταν κάποιες εκλάμψεις του Λαρεντζάκη (από τον οποίον μπορείς να πάρεις το απρόβλεπτο, αλλά όχι τη συνέπεια), ένα διάστημα καλό των Κάναν και Πίτερς και η καλή δημιουργία των center από το low post, με τους Φαλ και Μιλουτίνοφ να δημιουργούν με επάρκεια. Στην ουσία όμως, ο Ολυμπιακός παράγει περισσότερο ελεύθερα από όσα μπορεί να καταναλώσει, γιατί δεν έχει στο παιχνίδι του πλέον σταθερούς και αξιόπιστους σουτέρ, πέραν των Κάναν και Πίτερς.
Καλές και δίκαιες οι ”κορώνες” του Μπαρτζώκα για τη διαιτησία, η οποία μετά την τεχνική ποινή στον Μπάνκι έπαιξε 70-30 έδρα, αλλά το παιχνίδι με τους Ιταλούς, χάθηκε καθαρά από την προσέγγιση του Έλληνα προπονητή. Που άφησε έξω τους Παπανικολάου και Κάναν όταν η μπάλα έκαιγε, για να κλείσει το ματς με small ball και τους Γκος, Ουόκαπ και Λαρεντζάκη, σε μια απόφαση εντελώς ανεξήγητη, για όσους έβλεπαν το ματς. Όπως από την προσέγγιση του Έλληνα τεχνικού χάθηκε και το ματς με την Βαλένθια, με τις ”νυχτερίδες” να έρχονται στο ΣΕΦ με τρανταχτές απουσίες και να κατεβάζουν τον Ολυμπιακό στους 56 πόντους μέσα στο γήπεδό του.
Με τούτα και με εκείνα, έχοντας συμπληρώσει σχεδόν το 1/2 της Ευρωλίγκας, ο Ολυμπιακός έχει την δεύτερη χειρότερη επίθεση στην διοργάνωση, απέχοντας πλέον σε συντριπτικά μεγάλο βαθμό από το περσινό αριστούργημα, που η επίθεσή του έσταζε… φωτιές, όντας η πεμπτουσία της κυκλοφορίας, της δημιουργίας, του spacing και της εκτέλεσης.
Υ.γ 1: Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος το καλοκαίρι να στηρίξει τον… σκακιστή. Τα ”Hold” και τα ”υπομονή και στήριξη” που όλοι μόστραραν, παίζοντάς το υπεράνω ήταν απλώς για το θεαθήναι, για να μετριαστούν οι αντιδράσεις και να φύγει η ρετσινιά της επικοινωνιακής ήττας. Στην πρώτη στραβή, ξαφνικά όλοι έχουν ξεσπαθώσει, όλοι βλέπουν τις αστοχίες του καλοκαιριού, που τότε έλεγαν ”ό,τι πει ο σκακιστής” και φτάσαμε σε σημείο αυτοί που αγοράζουν court side στο ΣΕΦ να κάνουν υποδείξεις για το ποιος θα μπει και ποιος θα βγει σε έντονο ύφος. Τα ίδια και χειρότερα είναι και από την άλλη πλευρά, όσοι διατυμπάνιζαν πως με την παρουσία του Διαμαντίδη και του Αλβέρτη στον Παναθηναϊκό, η ομάδα θα στηριχτεί όσο ποτέ κι ας μην κερδίζει και μόλις οι ”πράσινοι” έκαναν κάποιες απανωτές, έπαιζαν Ευρωλίγκα στο ΟΑΚΑ μπροστά σε 2.000 κόσμο. Δεν την αντέχει το DNA μας την ήττα, δεν υπάρχει στο μυαλό μας λέξη ”αποτυχία” και μόλις δούμε τα δύσκολα θέλουμε κεφάλια προπονητών και παραγόντων στο πιάτο, ξεχνώντας πολύ εύκολα το παρελθόν.
Υ.γ 2: Η Μπολόνια των πρώτων 15 αγωνιστικών (με ρεκόρ 11-4) έχει κάνει το μεγαλύτερο overachieving στη σύγχρονη ιστορία της Ευρωλίγκας, όσο αυτή παίζεται με το νέο format, βάσει μπάτζετ, δυναμικής και προσδοκιών. Εφάμιλλός της είναι ίσως μόνο ο τρόπος που η Ζαλγκίρις είχε μπει στην 8άδα τη σεζόν 2018-19 με απανωτές νίκες στις τελευταίες αγωνιστικές, αλλά ακόμα και για αυτό κρατάω μικρό καλάθι. Αυτό που έχει κατορθώσει να κάνει ο Μπάνκι στη Βόρεια Ιταλία, δίνοντας σε μια ομάδα που ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΤΑΝ, στόφα και μέταλλο νικητή, και μετατρέποντας νερόβραστους παλαίμαχους σε… παικταράδες που διανύουν δεύτερη εφηβεία, πραγματικά είναι αδιανόητο. Μακάρι να κρατήσει και να μην είναι πυροτέχνημα, γιατί όσο ανεβαίνουν τα ντεσιμπέλ στην έδρα της Βίρτους, τόσο καταλαβαίνουμε και οι νεότεροι (και θυμούνται οι παλιοί) πόσο έλειπε αυτή η ομάδα τόσα χρόνια από αυτή τη διοργάνωση.